Οι πραματευτάδες στο χωριό μας Γράφει η Αρετή Χρυσάγη-Δημητρίου
«Εγύρισε η σκέψη μου ξανά προς τα παλιά, κι αγνάντευσε σαν όνειρο τα περασμένα χρόνια, το χωριουδάκι τ’ όμορφο, την πατρική φωλιά, τα δέντρα, τα πηγάδια του, τις ρεματιές, τ’ αλώνια». Το χωριό μας είχε περισσότερα γεωργικά προϊόντα. Λάδι, σύκα, σταφύλια, κρασιά. Δεν είχαμε καθόλου κηπευτικά. Οι κάτοικοι ήταν και είναι εργατικοί. Δεν υπήρχαν νερά. Ενώ έχουμε καταπράσινα δέντρα και ρουμάνια, το καλοκαίρι τα άλλα όλα ήταν ξερά. Δεν είχαμε υπόγεια νερά να τρέχουν το καλοκαίρι. Είχαμε μόνο ύδρευση από πηγάδια και ευτυχώς είχαν νερό όλο το καλοκαίρι.
Με τι νερό να έχουμε κηπευτικά; Με τι να τα ποτίσουμε; Έρχονταν μανάβηδες με άλογα ή γαϊδουράκια, από τους Κήπους (χωριό), το Μονόδρι, το Ρολόγι, φορτωμένα με καλάθια. Άπλωναν τα προϊόντα τους έξω από το σπίτι της Θαλασσινίνας και του Καλαμπαλίκη και απέναντι στη μεγάλη αυλή δίπλα στου Θεοδόση Λύκου. Ήταν σχεδόν κεντρικά για το χωριό. Εκεί ήταν η καθημερινή αγορά. Έφερναν ντομάτες, μελιτζάνες, φασολάκια, κρεμμύδια και άλλα ζαρζαβατικά. Ήξεραν ότι θα τα πουλήσουν. Κάθε πρωί οι νοικοκυρές, από όλες τις συνοικίες, έρχονταν για ψώνια. Κάθε μια έπαιρνε ότι και όσα χρειαζόταν. Οι παλάτζες πήγαιναν και έρχονταν.
Πολλές φορές οι μανάβηδες ξεπουλούσαν γρήγορα και έφευγαν. Αν δεν ξεπουλούσαν, όσα είχαν μείνει τα φόρτωναν στα ζώα και γύριζαν τις γειτονιές. Εκεί τα πουλούσαν. Υπήρχαν και άλλοι μανάβηδες που πήγαιναν στους Καρασαλιάνους και σε άλλα χωριά και πουλούσαν. Όσοι χωριανοί είχαν άλογο ή γαϊδουράκι την Κυριακή για περισσότερα και φθηνότερα προϊόντα πήγαιναν στο παζάρι Κονιστρών.
Πάντως οι δικοί μας μανάβηδες δεν σταματούσαν να έρχονται όσο υπήρχαν ζαρζαβατικά, γιατί ήξεραν ότι θα τα πουλούσαν. Εκτός από τους μανάβηδες είχαμε και Μετοχιάτες που έρχονταν να πουλήσουν ότι είχαν και να αγοράσουν ότι δεν είχαν. Έρχονταν με ζώα διασχίζοντας όλα τα βουνά μας και τα τρογυρίσματα. Πολύ δύσκολοι αυτοί οι δρόμοι. Έδιναν ένα τενεκέ μέλι και έπαιρναν ένα τενεκέ λάδι. (Τότε μέλι, λάδι και κρέας είχαν την ίδια τιμή). Έδιναν πατάτες και έπαιρναν σύκα. Γύριζαν και τις γειτονιές και πουλούσαν πατάτες, καρύδια, κάστανα, μήλα, κεράσια, ροδάκινα, ανάλογα με την εποχή.
Μια μέρα ήρθε στη γειτονιά μας ένας από το Μετόχι, με ένα άλογο φορτωμένο με δυο καλάθια. Αυτός φώναζε “ρουϊδάκενα καλά ρουϊδάκενα”. Τρέχει ένα κοριτσάκι της γειτονιάς και ανεβαίνει στο πεζούλι του Μανωλάκη. “Στάσου μπάρμπα, στάσου να δω τι πουλάς, τι είναι αυτά;” Μόλις τα είδε φώναξε: “Αυτά είναι ροδάκινα. Στάσου να πω στη μαμά μου να πάρει. Μας αρέσουν”. Τις εποχές εκείνες αυτοκίνητα δεν υπήρχαν. Οι γυναίκες απασχολημένες με σπίτια, παιδιά και άλλες εξωτερικές δουλειές, δεν μπορούσαν να πάνε για ψώνια στην Κύμη ή στις Κονίστρες. Έτσι προτιμούσαν να ψωνίζουν από τους πραματευτάδες που έρχονταν στο χωριό.
Έφερναν διάφορα και καλά, πράγματα, γιατί και αυτοί έκαναν δουλειές στα χωριά. Θα σας αναφέρω ποιους πραματευτάδες θυμάμαι:
1) Ο Νίκος από το Κάδι. Έτσι τον έλεγαν. Ερχόταν συχνά. Είχε τακτική μέρα. Είχε ένα γαϊδουράκι, το φόρτωνε με κάτι ξύλινα κουτιά, με πορτάκια ένα από κάθε πλευρά. Όταν τα άνοιγε φαίνονταν ράφια με διάφορα πράγματα. Αυτός πουλούσε ψιλικά που ήταν χρήσιμα για το σπίτι και είχε και μικροεργαλεία. Είχε μια καραμούζα που με αυτήν έδινε είδηση ότι ήρθε.
Γύριζε όλο το χωριό και πήγαινε και στα γύρω χωριά. Έλεγαν ότι ήταν καλός, φθηνός, πρόθυμος για εξυπηρέτηση. Πράος άνθρωπος. Ποτέ δε μάλωνε με πελάτες.
2)Ο Ρούπας από τον Πύργο. Είχε και αυτός άλογο φορτωμένο με ντουλάπια, με ράφια εσωτερικά που άνοιγαν να βλέπουν οι πελάτες τα χρώματα και τα σχέδια των υφασμάτων. Αυτός είχε μόνο υφάσματα. Δούλευε με τον πήχυ. Γύριζε το χωριό αλλά περισσότερο τον εξυπηρετούσαν οι πλατείες. Στεκόταν περισσότερο στην αυλή του Κολιόμπεη, της Φροσύνης και όπου αλλού έβρισκε μαζεμένους πελάτες.
Είχε υφάσματα για φορέματα μικρών και με- γάλων, για αντρικά παντελόνια, για πουκάμισα, μπλούζες και για σεντόνια, μαξιλάρια κ.λπ. Προσπαθούσε να καταφέρει τις γυναίκες να ψωνίσουν. Φώναζε μια κυρία: “Έλα εδώ Μαρία. Έχεις παιδιά. Πρόσεξες αυτό το ύφασμα; Είναι ντρίλι από τα καλά. Σε ξέρω και το πήρα για σένα. Πάρε δυο-τρεις πήχες. Δεν θα το ξαναβρείς. Στο άλλο χωριό που πήγα μου φάγανε τα χέρια. Δυο τόπια πούλησα”. “Πάρε Γεωργία αυτό το ύφασμα. Θα φιάξεις ένα φόρεμα της κόρης σου μούρλια. Θα το βλέπουν και θα το ζηλεύουν”. Λέγε-λέγε και παινεύοντας τα υφάσματα έκανε καλή δουλειά
3)Βαγγέλης Ζαφείρης από το Κακολύρι (Ταξιάρχες). Ερχόταν με ένα μεγάλο άσπρο άλογο. Είχε ντουλάπα μεγάλη, με ράφια που άνοιγαν και από τις δυο πλευρές. Πουλούσε έτοιμα ρούχα. Εσώρουχα αντρικά, γυναικεία, μπλούζες, φούστες, κάλτσες και πολλά άλλα. Δεν είχε καθόλου υφάσματα και φορέματα. Ήταν ομιλητικός, εξυπηρετικός. Έκανε παζάρια όταν του ζητούσαν να κατεβάσει τις τιμές να τα δώσει πιο φθηνά. Έδινε και βερεσέ σε μεγάλες ανάγκες.
Γνώριζε καλά τους χωριανούς και ήξερε ότι δε θα χάσει τα λεπτά του. Είχε και αυτός καραμούζα να ξέρουν ότι έχει έρθει. Γύριζε όλο το χωριό αλλά στεκόταν περισσότερο στα μέρη που μα- ζεύονταν πελάτες. Ερχόταν συχνά και γνώριζε όλες τις γυναίκες με τα ονόματά τους και τα χούγια τους. Κολάκευε τις γυναίκες και παίνευε τα ρούχα που πουλούσε. “Καλώς τες μου. Πού ήσουνα κυρά Ελένη; Χάθηκες. Έχω καιρό να σε δω. Πού ήσουν; Ομόρφυνες. Κορίτσι μου αυτή η μπλούζα σου ταιριάζει να την πάρεις. Σε ομορφαίνει. Είναι και καλό ύφασμα. Θα την έχεις χρόνια”. Με τα λόγια και τους επαίνους, τις κατάφερνε και ψώνιζαν. Έκανε καλές δουλειές.
4)Βασίλης Παπαπροκοπίου. Και αυτός από τους Ταξιάρχες. Με άλογο, με ντουλάπια, με όλα όσα χρειάζονταν. Αυτός πουλούσε και έτοιμα ρούχα και υφάσματα. Ήταν σοβαρός άνθρωπος. Γνώριζε πάρα πολλούς στο χωριό μας. Μιλούσε με ευγένεια. Ήξερε κι αυτός το κόλπο. Για να πουλήσει πολλά έπρεπε να παινεύει τα υφάσματά του και να παινεύει και τους πελάτες.
“Κυρία Μαρία μου το πρόσεξες αυτό το ύφασμα και το σχέδιο; Έχει μεγάλη τράβηξη στις Κονίστρες”. “Κύριε Βασίλη είναι πολύ λεπτό αυτό το κομπινεζόν. Δεν έχεις κάποιο πιο χονδρό για μας τις πιο παλιές;” “ Σε καλό σου, εσύ παλιά; Εσύ είσαι κούκλα. Αν ντυνόσουν σαν τις άλλες, θα τις έβαζες όλες κάτω.” Με όλα αυτά πες-πες ψώνιζαν.
5)Ερχόταν και ο Ποντίκης από τις Κονίστρες. Ήταν δυο αδέλφια και είχαν μαγαζί. Ο ένας έπαιρνε το άλογο και πήγαινε στα χωριά και ο άλλος ήταν στο μαγαζί. Ο ένας με το άλογο ο πραματευτής ερχόταν και στο χωριό μας. Είχε τα απαραίτητα ντουλάπια και έπαιρνε έτοιμα ρούχα από το μαγαζί και πουλούσε.
Τα ρούχα ήταν καλής ποιότητος. Έφερναν στο μαγαζί καλά υφάσματα από καλά μαγαζιά των Αθηνών και πολύ καλά έτοιμα ρούχα. Είχαν στο μαγαζί μια καλή μοδίστρα η οποία με τα υφάσματα έραβε φορέματα, μπλουζάκια, φούστες, πουκάμισα κ.λπ. Είχε πάρει καλό όνομα και όλοι τον προτιμούσαν. Μια μέρα κάποια διαμαρτυρήθηκε ότι το παντελόνι που πήρε του παιδιού της το έπλυνε και έμπασε. “Είναι αδύνατο αυτό. Ήταν ύφασμα Δημητριάδη 3 άλφα. Ίσως το παιδί σου ψήλωσε ή πάχυνε. Θα σου δώσω ένα άλλο ίδιο και να το πλύνεις τώρα με ζεστό νερό”. Όσοι ήταν εκεί και το άκουσαν πήραν το μέρος του πραματευτή. Τόση εμπιστοσύνη είχαν.
Όταν φιάχτηκαν οι δρόμοι άφησε το άλογο και πήρε αυτοκίνητο. Αυτός ερχόταν στο χωριό μέχρι τελευταία. Όταν είχαν φιαχτεί λίγο οι δρόμοι ο Ζαφείρης ο Βαγγέλης πήρε μια μηχανή και πίσω είχε καρότσα. Ερχόταν μ’ αυτήν και πουλούσε. Με το άλογο ερχόταν μετά ο αδερφός του Χαράλαμπος. Όχι την ίδια μέρα φυσικά.
Σιγά-σιγά με τον καιρό φιάχτηκαν οι δρόμοι και όλοι οι πραματευτάδες έρχονταν με αυτοκίνητα. Στην αρχή μέχρι το σχολείο και μετά σ’ όλο το χωριό. Με τον καιρό άλλαξαν τα είδη ρουχισμού. Άλλαξαν τα οικονομικά των οικογενειών. Κάθε μέρα από κάθε χωριό πήγαινε στην Κύμη αυτοκίνητο και γύριζε. Οι νοικοκυρές πήγαιναν σε μαγαζιά της Κύμης να ψωνίσουν. Έτσι λιγόστεψαν οι πραματευτάδες και με τον καιρό σταμάτησαν τελείως. Προσπάθησα να ρίχνω λάδι στο λυχνάρι της μνήμης μου και να διατηρώ άσβεστη τη φλόγα της αγάπης για το χωριό μου.
Ταξίδι ανταμώματος στο τρίστρατο των Λενιάνων Γράφει η Μαρία Νικ. Χρυσάγη, Δικηγόρος
Είναι καλό να ταξιδεύει κανείς και να γυρίζει το χρόνο λίγο πίσω, ειδικά όταν αναφέρεται σε τοπικά γεγονότα όπου οι εικόνες παραμένουν βαθειά χαραγμένες στην καρδιά, στη ψυχή και στο μυαλό, ανακαλώντας τις …μνήμες που ανήκουν σε όλους εμάς που έχουμε ένα κοινό προνόμιο, να μας ενώνει η κοινή καταγωγή, τα κοινά βιώματα, το δικαίωμα να μοιραστούμε τις μνήμες που θα ενώσουν το παρελθόν με το παρόν και θα επιβεβαιώσουμε ότι είμαστε μέρος αυτού του ανταμώματος, αλυσίδα με γερούς τους κρίκους να δυναμώνουν τα συναισθήματα και τους δεσμούς με τους «δικούς μας ανθρώπους», τους συγχωριανούς μας που τίποτα δεν μπορεί να διασπάσει, όποιο χρονικό ή τοπικό διάστημα και αν έχει μεσολαβήσει. Είμαστε μέρος αυτού του ανταμώματος, που μας συντροφεύει λίγο ή πολύ και μας δίνει χαρά και γαλήνη και υπερηφάνεια και σημασία έχει να μπορούμε να μοιραζόμαστε τις μνήμες που κουβαλάμε.
Το αφιέρωμα αυτό ανήκει σε βιοπαλαιστές, που έπαιξαν το ρόλο τους στη μικρή γλυκιά καθημερινότητα του χωριού, σε νοσταλγικές εποχές των παδικών μου χρόνων και αφιερώνουμε την αγάπη μας στους… πρωταγωνιστές αυτούς. Όλοι ερχόντουσαν καθημερινά στο χωριό και ένας απ’ αυτούς έφθανε με «όχημά» του, το συμπαθέστατο γαϊδουράκι του, φορτωμένο με το εμπόρευμα που το πήγανιε «σπίτι- σπίτι», «πόρτα-πόρτα», μιας και το υπόμονο ζωάκι, αν και φορτωμένο αρκετές ώρες, μπορούσε να περιδιαβαίνει όλα τα στενά δρομάκια και καλντερίμια του χωριού και να φθάνει και στο τελευταίο σπίτι στην άκρη του χωριού, όπου η νοικοκυρά που γνώριζε την ώρα άφιξης, περίμενε για να προμηθευτεί αυτό που της έλειπε από τον καλό και εξυπηρετικό προμηθευτή της-εμποράκο.
«Ο έμπορααααααας…» ακούστηκε να φωνάζει όσο πιο δυνατά γινόταν, ο κυρ-Νίκος που ερχόταν από άλλο χωριό για να διαλαλήσει το εμπόρευμά του, και το γαϊδουράκι του, ταυτισμένο απόλυτα με το αφεντικό του, μπασμένο και αυτό στη βιοπάλη, λες και καταλάβαινε το μόχθο του αφεντικού του, τον κοιτούσε με συμπάθεια και «αγωνία» αν και σήμερα θα βγει το μεροκάματο, και με μεγάλη υπομονή στεκόταν μέσα στον ήλιο για να ψωνίσουν οι γυναίκες της γειτονιάς ότι χρειάζονταν από τα μικρά απαραίτητα πράγματα του νοικοκυριού, που κουβαλούσε στις ράχες του.
Και είχε μεγάλο ενδιαφέρον το κινητό αυτό ψιλικατζίδικο του κυρ-Νίκου, που αποτελείτο από τα μικρά ντουλαπάκια με πορτάκια και συρταράκια, ισόβαρο και στις δύο πλευρές του μικρού ζώου, και το καθένα από αυτά τα ντουλαπάκια, που ήθελες να τα ανοίξεις όλα, ήταν γεμάτο από διαφορετικά πράγματα, από είδη ραπτικής, κουβαρίστρες, ανεμάκια, κλωστές για κέντημα, βελόνες και βελονάκια και άλλα πολλά, και όταν το κάθε πορτάκι και συρταράκι άνοιγε, έπαιρνε άλλη διάσταση στα παιδικά μάτια και στη ψυχή μας, και αναπτέρωνε την ελπίδα μας, ότι η καλή μας η μητέρα σίγουρα θα βρει αυτό που πραγματικά αναζητούσε, στο... τεράστιο..., όπως φάνταζε τότε στα παιδικά μας μάτια, μαγαζί του κυρ Νίκου, για να ευχαριστηθεί αυτή και μαζί της και μείς, και να είναι όλοι ευχαριστημένοι και περισσότερο ο καλός μας εμποράκος που είχε τη χαρά να εξυπηρετήσει την καλή του πελάτισσα που θα αγόραζε και θα συνέβαλε κι αυτή στη συγκέντρωση του μικρού μεροκάματου.
Σε λίγο τα μικρά ντουλαπάκια έκλειναν βιαστικά και ο καλός μας εμποράκος βιαστικός και αυτός, έπαιρνε το δρόμο να προλάβει και τα άλλα χωριά, είχε πολύ δρόμο ακόμα μέχρι να νυκτώσει... και μαζί πολλές ελπίδες!!!!! Α! Ναι! καταμεσήμερο ακουγόταν άλλη μία γλυκιά φωνή αυτή του σαμαλά!!!! «σάμαλιιιιι..., εξαιρετικό σάμαλιιιιι!!!!», Ξέρετε... αυτός που είχε συνωμοτήσει με εμάς τα παιδιά... ακριβώς λίγο πριν την ώρα του μεσημεριανού ύπνου (τότε έφθανε και στηνόταν έξω από το σπίτι μου), και η φωνή του και το προσφερόμενο είδος λειτουργούσαν, καταλυτικά, για την ικανοποίηση της γλυκιάς μας επιθυμίας!!! Τι γλυκό κι αυτό και τι γλυκός άνθρωπος αυτός ο σαμαλάς!!!!!
«Βρεεειιιιιιι... ο γιαουρτάάάιιιιιιιιις...», φώναζε χαρακτηριστικά, όπως πολύ καλά θυμάμαι, ο συμπαθέστατος κύριος που ερχόταν από το Κάδι, με το μικρό του απλό χαμηλό τρίκυκλο, γεμάτο με μικρά κεσεδάκια με φρέσκο, αγνό γιαούρτι, τοποθετημένα με τη σειρά σε χάρτινες κούτες πάνω στην καρότσα. Τις περισσότερες φορές, θυμάμαι, πως όταν βγαίναμε έξω για να αγοράσουμε γιαούρτι, βλέπαμε μόνο το τρίκυκλο με τα γιαούρτια και ο γιαουρτάς... άφαντος!!! Είχε σταθμεύσει το τρίκυκλό του στο τρίστρατο στους Λενιάνους, είχε φορτωθεί με γιαούρτια, παραμάσχαλα, για να φθάσει στα απομακρυσμένα σπίτια, μιάς και το τρίκυκλό του δεν έφθανε ως εκεί, ώστε να εξυπηρετήσει την πέρα γειτονιά με το φρέσκο αγνό προϊόν του, που με κόπο και μεράκι είχε παρασκευάσει στο μικρό του εργαστήριο στο Κάδι, μαζί με όλη την οικογένεια που ήταν και παραγωγοί της πρώτης ύλης.
Ο γιαουρτάς, ευγενής, σεμνός, ήσυχος και όσο πιο λιγομίλητος γινόταν, όσο και απόμακρος, δεν είχα ακούσει ποτέ λέξη απ’ αυτόν, παρά μόνο αυστηρά αυτές τις τρεις λέξεις που με αυτές διαλαλούσε το προϊόν του. Συνήθως, καλοκαίρι, ερχόταν πρωϊνές ώρες, γιατί το γιαούρτι δεν ...αντέχει πολλές ώρες στο ζεστό ήλιο.
Είναι χαρακτηριστικό, ότι όλοι αυτοί οι συμπαθέστατοι... πρωταγωνιστές της μικρής μας καθημερινότητος, ήταν πολύ κλεισμένοι στον εαυτό τους και προσηλωμένοι μόνο στο σκοπό τους, να διαθέσουν όσο πιο γρήγορα γινόταν το εμπόρευμά τους και να φύγουν. Καλή τους ώρα όπου και αν βρίσκονται!!! Μέσα σε όλα αυτά υπήρχε και η ώρα της ψυχαγωγίας για μικρούς και μεγάλους.
Ήταν η ώρα που κατέφθαναν οι μανάβηδες από τους Κήπους με τις φρεσκάδες τους και γινόταν πανηγύρι. Ο Αριστείδης... ο Βαγγέλης... ο Θανάσης. Ο ένας φημιζόταν για τις καλές του ντομάτες, ο άλλος για τις μελιτζάνες, άλλος για τα πεπόνια τα μπανανέ γεμάτα άρωμα… όλοι όμως για το φρέσκο προϊόν.
Οι μανάβηδες λοιπόν κατά τις 6 το πρωί άπλωναν τις φρεσκάδες τους σε λαϊκή αγορά σε κεντρικό σημείο απέναντι από το καφενείο, όπου έπιναν τον καφέ τους και τάϊζαν με σανό τα άλογά τους για να έχουν τις ανάλογες δυνάμεις για τη σχετική περιήγηση.
Μετά ξεχύνονταν στους δρόμους του χωριού, με τα άλογα φορτωμένα με τα ζαρζαβατικά μέσα στις κόφες. Ήταν η ώρα του κοινού ανταμώματος, όπου όλη η γειτονιά αντηχούσε από γέλια και αστεία και φυσικά με τα γνωστά παζάρια από τις νοικοκυρές, με αντάλλαγμα τις αστείρευτες πηγαίες ατάκες των μανάβηδων με το χαρακτηριστικό τους χιούμορ που έκαναν την επικοινωνία ξεχωριστή, μοναδική και αυτούς «δικούς μας ανθρώπους».
Στις καλές πελάτισσες έδιναν και «δώρο» τον μαϊντανό. Μάλιστα ήταν αυτοί που, ανάλογα με το εμπόρευμα, προσδιόριζαν και το πιάτο της ημέρας, αν θα έβγαιναν γεμιστά, μελιτζάνες γιαχνί ή φασολάκια!!!!! Όλα νοστιμότατα. Μοναδικές στιγμές, θα τις θυμόμαστε πάντα να ζωγραφίζουν τις θύμισες.
ΠΡΑΜΑΤΕΥΤΑΔΕΣ
Γράφει η Ελένη Ευαγ. Καλαμπαλίκη (Λάγιου)
Αν ταξιδέψω στα παλιά και πάω τα χρόνια πίσω Ένα παλιό επάγγελμα πολύ θα νοσταλγήσω. Είναι ο πραματευτής που μου ‘ρχεται στη μνήμη Τα χρόνια τα πολύ παλιά είχε μεγάλη φήμη.
Αυτός ο πλανόδιος έμπορος που βλέπαμε παιδάκια Να έρχεται στις γειτονιές και στα στενά σοκάκια. Περιφερόταν στα χωριά μέσα απ’ τα μονοπάτια Κι είχε πάνω στο γάϊδαρο όλη του την πραμάτεια.
Ώρες γυρνούσε τα χωριά αυτή ήταν η δουλειά του Διαλαλώντας δυνατά τα εμπορεύματά του. Ο κυρ-Νίκος ο έμπορος που όλο χαμογελούσε Ερχόταν με τον γάϊδαρο και ψιλικά πουλούσε.
Έτρεχε κάθε νοικοκυρά κάτι για να πάρει Από τα ντουλαπάκια του που κρέμονταν στο σαμάρι. Γεμάτα είδη ραπτικής, κλωστές και ανεμάκια Και διάφορα άλλα πράγματα βελόνες, βελονάκια.
Κι αφού τελείωνε η δουλειά μετρούσε ότι είχε λάβει Έπαιρνε το δρόμο βιαστικά γρήγορα να προλάβει. Να πάει και στ’ άλλα τα χωριά κι εκεί κάτι να δώσει Να βγει το μεροκάματο η μέρα πριν νυχτώσει.
Μες στο καταμεσήμερο μια φωνή ακουγόταν “Σάμαλι, σάμαλι παιδιά” ο σαμαλάς ερχόταν. Και τρέχανε όλα τα παιδιά με μια χαρά στα μάτια Να δοκιμάσουν κι αυτά τη γλύκα απ’ τα κομμάτια. |
Ένας θόρυβος γνωστός που ακούγονταν στα αυτιά μας Ήταν ένα τρίκυκλο αυτό του γιαουρτά μας. Που ήταν η καρότσα του γεμάτη κεσεδάκια Μέσα σε κούτες χάρτινες με φρέσκα γιαουρτάκια.
Κάθε πρωί οι μανάβηδες κι αυτοί με την σειρά τους Έρχονταν να πουλήσουνε ό,τι είχε η σοδειά τους. Άλλος ερχόταν με τρακτέρ αλλος με φορτηγάκι Άλλος καβάλα στ’ άλογο με κέφι και μεράκι.
Ερχόταν και ο παπουτσάς παπούτσια για να δώσει Ερχόταν και ο γανωτής καζάνια να γανώσει. Όλοι αυτοί οι πραματευτές που είχαν μια περηφάνεια Ερχόντουσαν και δίνανε μες το χωριό ζωντάνια.
Τα χρόνια όμως πέρασαν και όλοι μπροστά κοιτάμε Και τους πραματευτάδες μας πια δεν τους συναντάμε. Τώρα βρίσκουμε ότι θέλουμε σε μαγαζιά μεγάλα Σε πανηγύρια, λαϊκές, είδη σπιτιού και άλλα.
Σαν μια γλυκιά ανάμνηση θα ’ναι μες το μυαλό μας Θα νοσταλγούμε τις εποχές εκείνες στο χωριό μας
Ελένη Ευαγ. Καλαμπαλίκη |