Το ενδιαφέρον και η αγάπη του Συλλόγου μας για τη Συκιά και τα Σύκα Κύμης είναι μεγάλα και εμφανώς εκδηλωμένα και διαρκή. Στα πλαίσια αυτά και το αφιέρωμά μας. Ευχαριστούμε για τις συμμετοχές. Καλή σοδειά και καλή διάθεσή της συγχωριανοί – ές.
ΟΙ ΣΥΚΙΕΣ, ΤΑ ΣΥΚΑ ΚΑΙ ΤΟ ΛΙΑΣΙΜΟ ΤΟΥΣ
Γράφει η Αρετή Χρυσάγη-Δημητρίου
Το χωριό μας και τα άλλα χωριά της περιοχής Κύμης, είχαν και έχουν το μεγάλο πλεονέκτημα να είναι κατάφυτα από συκιές. Αν και δεν έχουμε μεγάλες πεδιάδες, έχουμε άφθονα δέντρα, συκιές και ελιές.
Από μικρή που ήμουνα θυμάμαι ότι σε όλα τα κτήματα, όπου υπήρχαν ανηφορικά και κατηφορικά είχαν σε όλα πολλές συκιές. Στους Παρασευγιάνους, Μεσσανούς, Αγία Τριάδα, προς Προφήτη Ηλία, προς Καρασαλιάνους δικά μας κτήματα αλλά και κάθε νοικοκύρη σε όλη την περιοχή. Ακόμα και σε ανηφορικά κτήματα έκαναν με πέτρες πεζούλια και φύτευαν συκιές. Όπου κι αν ήταν οι συκιές τις είχαν περιποιημένες και είχαν πολλές φυλλωσιές
Είχαμε πολλών ειδών συκιές όπως:
1) Μακροβάσταγες. Έκαναν πολύ καλά σύκα να τα τρώμε χλωρά. Μπορούσαμε και να τα λιά- σουμε.
2) Φακάκια. Αυτά είχαν απ’ έξω φλούδα χρωματιστή. Ήταν πολύ γλυκά και τα τρώγαμε χλωρά.
3) Οι κατάλληλες συκιές. Από τις οποίες λιάζαμε τα ωραία σύκα και τα πουλούσαμε.
4) Οι Αρινοί. Ήταν ένα είδος σαν αρσενική συκιά. Δεν τα μπόλιαζαν τα σύκα τους. Μαζεύαν τα σύκα άγουρα τέλος Ιουλίου, τα περνούσαν σε σπάρτα και τα κρεμούσαν στις καλές συκιές. Τα μυγάκια τους έβγαιναν και μπόλιαζαν τα καλά άγουρα σύκα και δεν έπεφταν από τη συκιά. Στις αρχές Αυγούστου, άρχιζαν σιγά – σιγά να γίνονται τα σύκα. Γίνονταν και τα μαζεύαμε τον υπόλοιπο Αύγουστο και μέχρι τέλος Σεπτεμβρίου. Έπρεπε να μαζεύονται εγκαίρως για να μην παραγίνονται και πέφτουν μουστάδες κάτω και χαλάνε. Έτρεχαν και έφθαναν τα σύκα σε κάθε κτήμα. Ήταν και κάποιος άλλος που έριχνε τα σύκα σε καλάθια, τα φόρτωνε σε κάποιο ζώο και τα πήγαινε στο σπίτι. Αν ήταν άλλοι στο σπίτι τα άπλωναν στα πλαίσια. Αν δεν ήταν πολλοί, έκαναν όλες τις δουλειές οι ίδιοι.
Από νωρίς το καλοκαίρι είχαν ετοιμάσει τα πλαίσια και τις βαγιούλες. Τα πλαίσια ήταν φιαγμένα με σανίδια. Οι βαγιούλες είχαν γύρω-γύρω ξύλα και μέσα πλεκτά σύρματα να παίρνουν αέρα τα σύκα. Έβαζαν σε ταράτσες, μπαλκόνια και αυλές στρίποδα και πάνω σ’ αυτά έβαζαν αντένες και πάνω στις αντένες τα πλαίσια και τις βαγιούλες. Αν μπορούσε να γίνει έβαζαν αντένες και σε γειτονικές ταράτσες. Τα πολλά σύκα, θέλαν πολλά χέρια, γιατί είχαν πολλές δουλειές. Έπρεπε να τα φτάσουν, να τα φέρουν σπίτι να τα στρώσουν στα πλαίσια, να τα βάλουν στον ήλιο, να τα γυρίσουν να τα σκίσουν με ψαλιδάκι. Όταν στεγνώσουν να τα ξαναγυρίσουν. Μετά να τα ενώσουν δυο μαζί να φιάξουν μια ασκάδα, όπως έλεγαν.
Έπειτα να φιάξουν μέσα στο σπίτι ή σε αποθήκη ένα κρεβάτι στρωμένο με σπάρτα, να βάζουν τα σύκα τα οποία ήταν έτοιμα, αυτά που είχαν ξεραθεί. Ποιός να καθήσει; Ποιός να κοιμηθεί; Ποιός να ξεκουραστεί αυτές τις μέρες; Ήταν κουραστική δουλειά που ούτε να φάνε προφθαίναν. Όταν ο καιρός ήταν καλός με πολλές λιακάδες, κουράζονταν, αλλά έκαναν δουλειές. Αν έβρεχε τι να γίνει; Έπρεπε να μαζευτούν τα πλαίσια το ένα πάνω στο άλλο να μπουν μέσα στο σπίτι ή να σκεπαστούν καλά.
Αν άρχιζε βροχή τη νύχτα; Άρχιζαν οι φωνές. Βρέχει, βρέχει, τα σύκα μέσα, για να ειδοποιηθούν οι γείτονες που κοιμόνταν. Τα σύκα που είχαν ξεραθεί και τα είχαν μαζέψει στο κρεβάτι με τα σπάρτα ήταν λίγο σκούρα αλλά πολύ γλυκά. Τα ήθελαν άσπρα. Άρχισαν λοιπόν να τα κλιβανίζουν. Έφιαχναν κλίβανο ξύλινο σαν ντουλάπι. Μετρούσαν να χωράνε μέσα στο μήκος και το πλάτος τα πλαίσια που ήθελαν να κλιβανίσουν. Μέσα σ’ αυτόν έβαζαν πιατάκια σιδερένια γεμάτα θειάφι. Τα άναβαν και έκλειναν καλά στον κλίβανο. Άρχιζε να μοιρίζει το θειάφι και να βγάζει καπνό. Σε ανάλογη ώρα που ήξεραν, τον ανοίγαν και έβγαζαν τα πλαίσια στον ήλιο. Ο ήλιος τα άσπριζε από τη μια μεριά τα γύριζαν από την άλλη και ακολουθούσε σκίσιμο, ένωση να γίνουν ασκάδες όταν έπρεπε και πάλι τα ξαναγύριζαν. Αυτά τα σύκα γίνονταν κάτασπρα και τα έλεγαν κλιβανισμένα και τα πουλούσαν πιο ακριβά. Όταν τελείωνε το λιάσιμο έπρεπε να τα ζεματίσουν. Αυτό γινόταν για να μην πιάνουν σκουλήκια, όσο καιρό κι αν κρατούσαν τα σύκα κι όπου να τα έβαζαν. Γέμιζαν ένα καζάνι νερό, έριχναν μέσα λίγα φύλλα από βάγια για άρωμα και άναβαν φωτιά. Έφιαχναν άλλο κρεβάτι στρωμένο με σπάρτα για να ρίχνουν τα ζεματισμένα σύκα. Γέμιζαν κοφινάκια με αζεμάτιστα σύκα.
Η μητέρα ή κάποια έμπειρη έβαζε το κοφινάκι στο βραστό νερό. Ήξερε πόσο θα το αφήσει για να το βγάλει. Όταν το έβγαζε το έβαζε να στραγγίσει και έβαζε άλλο κοφινάκι στο καζάνι. Όταν στράγγιζαν καλά τα σύκα τα έβαζαν στο στεγνό κρεβάτι. Κατά αυτόν τον τρόπο ζεμάτιζαν σιγά σιγά όλα τα σύκα. Μετά από 10 ημέρες ήταν έτοιμα και μπορούσαν να πουληθούν. Κρατούσαν όσα ήθελαν για την οικογένειά τους, έδιναν αν ήθελαν σε γνωστούς και φίλους. Τα άλλα τα σκέπαζαν με ένα σεντόνι και περίμεναν τον έμπορο. Έρχονταν αγοραστές, τα έβλεπαν και αν συμφωνούσαν στην τιμή τα έπαιρναν. Στο χωριό μας ένα διάστημα είχε έρθει ένας μεγαλέμπορος Εβραίος που είχε μεγάλο κατάστημα στον Πειραιά. Τα αγόραζε σχεδόν όλα του χωριού μας αλλά πολλά και από άλλα χωριά. Τα ήθελε και πακεταρισμένα. Για να μην χάνει χρόνο από τις δουλειές του βρήκε έναν έμπειρο αντιπρόσωπο για να αγοράζει τα σύκα για λογαριασμό του. Νοίκιασαν μια αποθήκη για την τοποθέτηση των εμπορευμάτων και ένα μαγαζί, για να δουλεύουν εκεί να πακετάρουν τα σύκα. Αυτό ήταν καλό για το χωριό μας. Πρώτον πουλιόταν όλα τα σύκα και δεύτερον δούλευαν πολλές κοπέλες για το πακετάρισμα. Έρχονταν τακτικά αυτοκίνητα και έπαιρναν τα πακεταρισμένα και πολλά σε καλάθια. Από ότι είχα ακούσει αυτό κράτησε λίγα χρόνια.
Ήρθε ο πόλεμος του 1940. Άντρες του χωριού επιστρατεύτηκαν. Ο μεγαλέμπορος σαν Εβραίος χάθηκε. Ποιος είχε κουράγιο; Ήρθαν Ιταλοί, Γερμανοί, έπαιρναν και έκαναν ό,τι τους άρεσε. Καταστράφηκαν σπίτια και μαγαζιά. Ένα διάστημα υπήρξε μεγάλη κάμψη. Μετά τακτοποιήθηκαν και όλα ξανάρχισαν κανονικά. Περιποιήθηκαν τις συκιές και φύτεψαν και άλλες. Άρχισαν πάλι το μάζεμα των σύκων στην εποχή του και με τον ίδιο τρόπο λιασίματος. Τα σύκα ήταν ένα μεγάλο έσοδο στο χωριό. Γιατί σαν τα σύκα της περιοχής μας δεν υπήρχαν σε όλη την Ελλάδα και το εξωτερικό. Και έτσι μπορούσαν να πουληθούν παντού. Οι συκιές εκτός από τα σύκα είχαν και άλλη χρησιμότητα. Μας έδιναν τα φύλλα τους. Το χωριό μας ήταν ορεινό. Χειμώνας βαρύς με χιόνια και βροχές. Είχαμε ζώα προβατίνες και κατσίκες. Έπρεπε να φάνε. Τις καλές ημέρες με ήλιο και καλοσύνη του Φθινοπώρου, μαδούσαμε τα φύλλα από τις συκιές. Τα ξεραίναμε και τα βάζαμε σε αποθήκες. Όταν έριχνε χιόνι ή έβρεχε πολύ, είχαμε τροφή για τα ζώα. Κι αυτή ήταν δύσκολη δουλειά. Δύσκολο το μάδημα, το μάζεμα, να ξεραθούν και να αποθηκευτούν. Σε κάποιο ιατρικό βιβλίο διάβασα ότι τα ξερά σύκα ωφελούν στη δυσκοιλιότητα. Επίσης ωφελούν όταν ο οργανισμός μας έχει ανάγκη σιδήρου, καλίου, νατρίου και ασβεστίου. Άρα τα σύκα που τρώγαμε μας ωφελούσαν χωρίς να ξέρουμε την αξία τους. Τώρα έχουν φύγει πολλοί από το χωριό. Για δουλειές, για σπουδές για την επιστήμη τους. Δεν ξέρω αν ασχολούνται πολλοί με όσα την παλιά εποχή. Ξέρω ό,τι και να γίνει όλοι αγαπάμε το χωριό και λαχταρούμε να βρεθούμε εκεί. Όσοι μπορούν, τα καλοκαίρια και κυρίως τον Αύγουστο βρίσκονται εκεί. Πολλοί προσπαθούν να φέρουν το χωριό στις παλιές του δόξες. Ένας από αυτούς ο Σύλλογός μας και κυρίως Αυτός.
ΠΩΣ ΜΕΛΩΝΟΥΝΕ ΤΑ ΣΥΚΑ
Γράφει ο Ιωάννης Καλαμπαλίκης (Σόλιγκας)
Τα σύκα είναι ένα γεωργικό παραδοσιακό προϊόν. Η περιοχή μας από παλιά καλλιεργούσε συκιές. Τα σύκα τα επεξεργαζόντουσαν, τα πουλούσαν και πολλοί έπαιρναν καλά λεφτά. Εγώ από παιδί ασχολήθηκα με τα σύκα. Η μητέρα μου ήταν παραγωγός. Έφτιαχνε περίπου χίλιες οκάδες σύκα και με αυτά ζούσαμε. Θα κάνω μια περιγραφή της επεξεργασίας του σύκου. Η συκιά είναι ένα δέντρο που δε ζητάει πολλά πράγματα. Αλλά η επεξεργασία του σύκου είναι πολύ δύσκολη και χρονοβόρα. Η συγκομιδή του σύκου πολλές φορές ξεκινάει από τις 15 Αυγούστου και κρατάει γύρω στις είκοσι μέρες. Τα σύκα δε γίνονται όλα μαζί. Κάθε τρεις μέρες θέλουνε μάζεμα. Τα σύκα είναι απαλλαγμένα από φάρμακα. Αυτά που είναι να πέσουν θα πέσουν και λέγονται ανεμόσυκα. Το μάτι της συκιάς κάνει τρία και τέσσερα σύκα. Από αυτά, τα δύο με τρία θα μείνουν, τα άλλα θα πέσουν. Πολλοί λέγουν ότι θέλουν αρρηνό να κρατήσουν. Ο αρρηνός είναι παρόμοιος με το σύκο. Όταν ωριμάσει, βγαίνουν από μέσα κάτι μυγάκια και από αυτά επικονιάζεται το σύκο. Τώρα ελάχιστοι βάζουν αρρηνό. Παλιά, θυμάμαι, ο κόσμος έτρεχε να βρει αρρηνούς στους κρεμνούς και τσακωνόντανε ποιος θα πρωτομαζέψει, γιατί υπήρχαν λιγοστοί.
Παλιά, ο κόσμος υπόφερε, γιατί δεν υπήρχαν δρόμοι και κουβαλούσε τα σύκα με τα γαϊδουράκια, στον ώμο και με τα πόδια. Και τώρα πολλοί υποφέρουνε, γιατί τα χτήματα δεν έχουν δρόμο. Τα σύκα στη μεταφορά τους είναι πολύ ευαίσθητα και μπορεί να λιώσουν στα κοφίνια που τα κουβαλάνε. Τα πηγαίνουν στο σπίτι και εκεί είναι η λιακουτή. Πολλοί που έχουν ταράτσες τα λιάζουν εκεί και άλλοι στις αυλές. Παλιά η λιακουτή γινόταν με αντένες, που φέρναν από το βουνό. Από πάνω ρίχναμε σπάρτα. Τότες τα σπάρτα ήταν και αυτά πολύ δύσκολα. Δεν υπήρχαν όπως έχει τώρα. Τώρα έχουμε τα πλαίσια με πηχάκια και με πλεχτό σύρμα και είναι μεγάλη ευκολία. Τα σύκα φοβούνται πολύ τη βροχή. Μπορεί να σου χαλάσουν, να ξινίσουν και να τα πετάξεις. Τώρα υπάρχουν οι μουσαμάδες, τα νάιλον και είναι ευκολία. Παλιά, κόβαμε κλαριά από πλατάνια, τα δέναμε και τα πλακώναμε να γίνουν πλακέ και με αυτά σκεπάζαμε τα σύκα και τα λέγαμε θαλλό. Θυμάμαι παλιά όταν έπιανε βροχή τη νύχτα και είχαν τα σύκα ξέσκεπα, φωνάζανε ο κόσμος «τα σύκα μέσα» δυνατά, για να ξυπνήσουν και όλη νύχτα το χωριό βούιζε από τις φωνές. Η επεξεργασία του σύκου γίνεται ως εξής. Στη λιακουτή γίνεται η διαλογή. Τα σύκα τα ώριμα τα σκίζουμε αμέσως. Όσα δεν έχουν ωριμάσει τα κρατάμε μια μέρα στον ήλιο. Όταν τα ανοίξουμε, τα κρατάμε άλλες δυο μέρες και μετά τα κολλάμε με ένα άλλο αντίστοιχο σύκο. Τα δυο σύκα γίνονται ένα και το λέμε ασκάδα. Τα αφήνουμε στον ήλιο άλλες τρεις μέρες και μετά τα μαζεύουμε. Μετά γίνεται η απεντόμωση με βραστό νερό και τελειώνει η διαδικασία του σύκου. Αυτά τα σύκα λέγονται του ήλιου. Τα σύκα που γίνονται άσπρα θέλουν διαφορετική επεξεργασία. Αυτά τα λέμε κλιβανισμένα. Πώς γίνεται η επεξεργασία; Έχουμε έναν κλειστό χώρο, τοποθετούμε τα πλαίσια, βάζουμε ένα δοχείο με θειάφι, του ανάβουμε
φωτιά και τα αφήνουμε δυο και τρεις ώρες. Τα βάζουμε στον ήλιο και γίνονται λευκά. Η υπόλοιπη διαδικασία γίνεται όπως στα άλλα.
Η ΣΥΚΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΚΟ ΠΕΡΑ ΚΑΙ ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΥΜΗ
Γράφει ο Σταμάτης Δ. Σπύρου
Η συκιά και το σύκο κατέχουν ιδιαίτερη θέση στην μυθολογία, στην ιστορία, στον πολιτισμό. Δεν υπερβάλλω και κάποια στιγμή στο μέλλον θα επανέλθω με πολύ περισσότερα στοιχεία. Η παρουσία των καταγράφεται και στον γραπτό λόγο κάθε μορφής σηματοδοτώντας την σημασία των για τον άνθρωπο σε μεγάλη ευρύτητα των ενδιαφερόντων του στην παρουσία του στη γη μας.
Στην αναφορά αυτή παραθέτω δύο από τα πολλά αποσπάσματα που με τον μοναδικό του όπως σε κάθε του έργο τρόπο, ο Γιάννης Ξανθούλης γεμίζει το μυθιστόρημά του «Ο θείος Τάκης» εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα. Θα έλεγε κάποιος πως το έργο αυτό του Γιάννη Ξανθούλη με την αέρινη γραφή του και το ανάλαφρο χιούμορ του είναι ένα αφιέρωμα στη Συκιά. Το παραθέτω και ως πρόταση να αναζητήσετε και απολαύσετε το βιβλίο αυτό. «…Βγαίνοντας παρατήρησε ότι στα εξωτερικά σκαλιά, παρόλο που ο Οκτώβρης πλησίαζε, ένα θαλερό φυτό είχε ξεπεταχτεί μεσ’ από το σκασμένο τσιμέντο, σύρριζα στα θεμέλια του σπιτιού. Μια συκιά. Είχε απλώσει σαν παιδικές παλάμες μερικά φυλλαράκια, με προοπτική να θεριέψει ενάντια στο χειμώνα που ζύγωνε. Θυμήθηκε αμέσως τα όνειρα με τις συκιές που είχαν δει τ’ αδέλφια της, τις συκιές που υιοθετούν την εγκατάλειψη και τον πόνο των έρημων σπιτιών. Συκιές άγριες, με πολλούς πικρούς καρπούς, θρεμμένους απ’ το πικρό αίμα της καρωτίδας της πιο ανθεκτικής ανάμνησης. Έσκυψε να την ξεριζώσει, να σπάσει τα τρυφερά ακόμη κλαδιά, γέμισαν τα χέρια της γαλακτερούς χυμούς. Αλλά η ρίζα πήγαινε βαθιά και σίγουρα σύντομα αλλά, επίμονα ντάλια θα ξεπετιόταν απ’ την χαμογελαστή σχισμή του τσιμέντου…» «“…Μπαμπά εδώ ήταν το παλάτι του θείου Τάκη;” “Ναι, στη θέση αυτή. Αλλά το είχαν καταλάβει τα σκοτεινά πνεύματα και η βασίλισσα των ποντικιών. Όταν κάηκε, για να μη δείχνει άσχημο, η πονετική νεράιδα Συκιά έσπειρε ένα φουντωτό δάσος με δέντρα της – κι όλη η γειτονιά μοσκοβόλησε σύκα. Μόνο όμως ένα δέντρο κάνει μαύρα σύκα, που
δεν τα τρώνε ούτε τα πουλιά. Αυτά τα σύκα, που η νοστιμιά τους δεν έχει το ταίρι της σ’ όλη την Ελλάδα, είναι τα αγαπημένα του θείου Τάκη. Και κάποιο βράδυ έρχεται εκείνος, μυστικά, και τα μαζεύει…”»
ΣΥΚΑ ΚΥΜΗΣ
Γράφει η Ελένη Ευαγ. Καλαμπαλίκη (Λάγιου)
Το φυλλοβόλο δέντρο η συκιά
με τα πολλά τα σύκα
είναι ένα δέντρο χρήσιμο
με νοστιμιά και γλύκα.
Καλλιεργείται απ’ τα πανάρχαια
τα χρόνια στην Ελλάδα
και για να βγάλει ωραίους καρπούς
θέλει πολλή λιακάδα.
Τα φύλλα της είναι χνουδωτά
ψηλός είναι ο κορμός της
σαρκώδης με γλυκό χυμό
είναι και ο καρπός της.
Υπάρχουν σύκα από συκιές
με διάφορες ποικιλίες
λευκά, μαύρα και βασιλικά
με θρεπτικές αξίες.
Είναι πολύ υγιεινά
γλυκά σαν πετιμέζι
γι’ αυτό πρέπει να βρίσκονται
συνέχεια στο τραπέζι.
Υπάρχουν συκιές στην Εύβοια
στη Καλαμάτα, στη Λακωνία
υπάρχουν σε διάφορα νησιά
μα και στη Μεσσηνία.
Αυτά που είναι καλύτερα
και έχουν μεγάλη φήμη
είναι βεβαίως πιο νόστιμα
τα σύκα από την Κύμη.
Απ’ όλα τα περίχωρα
μαζί κι οι Ανδρονιάνοι
τα σύκα που παράγουνε
κανένας δεν τα φτάνει.
Αρχές Αυγούστου αρχίζουν
τα σύκα να φουντώνουν
κι όλοι οι παραγωγοί
καλάθια να φορτώνουν.
Τα σύκα που μαζεύουνε
στα πλαίσια αραδιάζουν
μετά το θειάφι ανάβουνε
σε κλίβανο τα βάζουν.
Μετά το θειάφι τα βγάζουνε
στον ήλιο για να ασπρίσουν
και από τις δύο τις μεριές
όλα θα τα γυρίσουν.
Γίνονται και ακλιβάνιστα
χωρίς θειάφι να βάλουν
κι απευθείας τα πλαίσια
στον ήλιο θα τα βγάλουν.
Τα σχίζουν και τα ανοίγουνε
τα αφήνουν στη λιακάδα
μετά θα τα ενώσουνε
να γίνει η ασκάδα.
Και πάλι παραμένουνε
στον ήλιο να λιαστούνε
για ν’ αποξηραθούν καλά
και να συσκευαστούνε.
Στο τελικό το στάδιο
θα τα αποστειρώσουν
και πάλι θα τα αφήσουνε
για λίγο να στεγνώσουν.
Μετά απ’ αυτό το στάδιο
θα συσκευασθούνε
και είναι πλέον έτοιμα
να καταναλωθούνε.
Τα σύκα επίσης γίνονται
ωραία μαρμελάδα
παστέλι, συκόμελο, γλυκό
να τρώει όλη η Ελλάδα.
Εμείς σας το προτείνουμε
κι εσείς μην το ξεχνάτε
τα σύκα Κύμης πάντοτε
πρέπει να προτιμάτε.