Γράφει η Αρετή Χρυσάγη-Δημητρίου,
Συνταξιούχος εκπειδευτικός.
Είναι ένα παλιό έθιμο μπορούμε να πούμε Πανελλαδικό.
Άναβαν φωτιές την παραμονή του Άη Γιάννη στις 23 Ιουνίου και την άλλη μέρα στις 24 Ιουνίου έλεγε τα ποιήματα ,κάποιος τα δίστιχα και άλλος όποιος ήθελε και ένας συντόνιζε την όλη γιορτή.
Τον Άη Γιάννη τον έλεγαν Φωταρά.
Μερικοί πίστευαν ότι οι φωτιές του είχαν μαγικές ιδιότητες. Όποιος πηδούσε τρεις φορές δε θα πονούσε η μέση του όλο το χρόνο.
Μερικά από τα δίστιχα. (2 στίχους)
1) Ανοίγουμε τον Κλήδονα με του Άη Γιαννού τη χάρη
και όποια είναι τυχερή εφέτος θα του πάρει.
2) Ανοίγουμε τον Κλήδονα να βγουν τα κλειδωμένα
να βγουν τα καλορίζικα και καλοτυχισμένα.
3) Της πρώτης της καλότυχης καλά θα πάνε ούλα
θαρθεί γαμπρός γυρεύοντας, λεβέντης με σακούλα.
4) Κόρη στα χιόνια πάτησες και πήρες την ασπράδα
κι από την τριανταφυλλιά τη ροδοκοκκινάδα;
5) Το κυπαρρίσι το ψηλό, το μεσιανό κλωνάρι,
το κοντογειτονόπουλο γυρεύει να σε πάρει.
6) Μικρές μεγάλες πέρδικες βγάλατε απ’ τα όρη
ελάτε να παινέσουμε αυτήν εδώ την κόρη.
7) Όμορφη παγκαλόμορφη, με δαχτυλίδι μέση
θα πάρει εσύ για ταίρι σου εκείνον που σ’ αρέσει.
8) Κόρη μου όταν πρωτοπάς στης πεθεράς το σπίτι,
σαν κυπαρίσσι να σταθείς σα λεμονιά ν’ ανθίσεις.
9) Σ’ αγάπησε και σ’ αγαπά και θέλει να σε πάρει
εσύ είσαι η νύχτα η όμορφη και κείνος το φεγγάρι.
10)Μ’ αρέσει μες την άβυσο του μαύρου του ματιού σου
να βλέπω το κυμάτισμα κόρη του λογισμού σου.
11)Πέντε άσχημες να μοιραστούν τα ζηλευτά σου κάλλη
όλες θα γίνουν όμορφες και κούκλα θάσαι πάλι.
12) Ποιός κρίνος, ωραιότατος σούδωσε την ασπράδα
και ποιά μηλιά ροδομηλιά τη ροδοκοκκινάδα;
13) Κοπέλα μου να χαίρεσαι τα 10 δάχτυλά σου
αυτά που κουραστήκανε να φτιάξουν τα προικιά σου.
14)Με άσπρα είσαι άγγελος και με τα μαύρα αφέντης
και με χρυσοπράσινα αυγερινός που φέγγει.
15) Να σε παινέσω ήθελα μα είσαι παινεμένη
σαν κάδρο ευρωπαϊκό είσαι ζωγραφισμένη.
16) Στρογγυλομηλοπρόσωπη σαν του παπά το δίσκο
ολημερίς να σε θωρώ κουσούρι δε σου βρίσκω.
17)Όσο άμμο έχει η ακρογιαλιά και όσο το δέντρο κλώνους,
σου εύχομαι να παντρευτείς τον πλούσιο καλό σου.
18)Μαλαματένιε μου σταυρέ, χώμα του Άη Τάφου
το μάθανε που σ’ αγαπώ κι όλοι με μένα τάχουν.
19) Πρόσεχε πάλι πρόσεχε, γιατί η τύχη και το γυαλί δεν
κρατάνε πολύ.
20) Κόρη μου όταν γεννήθηκες ήταν ημέρα σχόλη
και οι μοίρες σου ετάξανε την ευτυχία όλη.
21) Δεν είσαι άσχημη, σε βλέπω όμορφη γιατί η μάσκα από
χρυσό όλες τις ασχήμιες σκεπάζει.
Για να γελάσουν και να διασκεδάσουν εκτός από τα καλά δίστιχα έλεγαν και πολλά πειραχτικά όχι ευχάριστα.
Αν θέλετε λέτε:
1) Άντρα η καρδιά της λαχταρά που είναι στη μαυρίλα,
μα ποιός να την παντρευτεί τη δίποδη καμήλα.
2) Σα μάθει ο σκύλος γράμματα κι η γάτα να διαβάζει τότε κι εσύ θα παντρετείς να κάνει ο κόσμος χάζι.
3) Είσαι άσπρη σαν το φούρνο μας και σαν το μαγειριό μας μελαχρινή και νόστιμη ωσάν το γαϊδαρό μας.
4) Όταν στερέψει η θάλασσα και βγούνε τα χταπόδια,
τότε κι εσύ θα παντρευτείς με τα στραβά τα πόδια.
5) Να είσαι πάντα λογική, όμορφη και καλή γιατί αυτό είναι το οξυγόνο της καρδιάς.
6) Να προσπαθείς να κάνεις μεγάλα έργα, όχι μεγάλα λόγια.
7) Αν θέλετε να μάθετε ποιά η προκοπή της,
ανήμερα Χριστούγεννα έπλενε το βρακί της.
Αυτά και άλλα πολλά έλεγαν, και διασκέδαζαν χωρίς παρεξήγηση.
Το βράδυ, όταν η γειτονιά ησύχαζε μια-μια οι κοπέλες έβαζαν μια γουλιά νερό στο στόμα από την κανάτα που είχε τα ριζικάρια και έπαιρναν τους δρόμους του χωριού, περιμένοντας να ακούσουν ένα αντρικό όνομα, να φωνάξουν. Το όνομα που θα άκουγε έτσι θα έλεγαν αυτόν που θα πάρει.
Οι μεγάλες σε ηλικία, ποιο μεγάλες και από μένα, όταν ήταν κοπέλες της παλιάς εποχής έκαναν και κάτι άλλο. Την παραμονή του Αγίου Ιωάννη το βράδυ, έπαιρναν από το σπίτι λίγο σιτάρι και το έσπερναν σε γλάστρες, σε αυλές κλ.π. Έλεγαν:
Άγιε Γιάννη μου καλέ και καλέ θαυματουργέ
Εκεί στην έρημο που πας και τις μοίρες χαιρετάς, αν βρεις και τη δική μου, να μου την χαιρετήσεις και να της πεις να ρθει, να θερίσουμε το στάρι όπου σπέρναμε το βράδυ.
Περίμεναν ποιόν θα έβλεπαν όνειρο, αυτόν θα έπαιρναν. Ξένοι δεν υπήρχαν τότε.