«.........Σιγανή, .............. Mέτρια............ ή .........Δυνατή............»
Ο Μπάρμπα Γιάννης των παιδιών
Εκεί στα στενά δρομάκια του χωριού μας, που τα παιδιά με το παιχνίδι τους, έδιναν τη δική τους χαρούμενη νότα και ζωντάνευαν τη γειτονιά, γινόταν η συνάντηση με το μπάρμπα γιάννη μας, που κατηφόριζε από το σπίτι του γιά το καφενείο.
Ήταν η στιγμή που όλα τα παιδιά, σταματούσαν το παιχνίδι τους και χαρούμενα έτρεχαν κοντά του, γιά να ............αρχίσουν ένα άλλο παιχνίδι που απλόχερα με αγάπη ο μπάρμπας γιάννης χάριζε με ...............συνεργό το μπαστουνάκι του.
Ήταν ένα άλλο μοναδικό , ακριβό και αληθινό παιχνίδι.
Τα παιδιά ανυπόμονα σπρωχνόντουσαν γιά να προλάβουν να στηθούν μπροστά στο μπάρμπα γιάννη, αλλά ο μπάρμπα γιάννης δεν βιαζόταν, περίμενε με υπομονή και το τελευταίο παιδάκι της παρέας να δοκιμάσει τις...........αντοχές του με «μία................σιγανή ................μέτρια ή .............δυνατή ............» -όπως έλεγε- που θα .....έδινε με το μπαστουνάκι του στα κεφαλάκια των παιδιών.
Το κάθε παιδί αποφάσιζε, αν ήθελε τη «............σιγανή..........», οπότε το μπαστουνάκι του μπάρμπα γιάννη ακουμπούσε απαλά στο παιδικό κεφαλάκι, αν ήθελε «.........τη μέτρια..........» το παιδικό κεφαλάκι ένοιωθε λίγο πιό έντονα το ..........χάϊδεμα από το μπαστούνι, ενώ αν ήσουν πιο τολμηρός και ζητούσες τη «.............δυνατή...........», έβλεπες το μπαστούνι να σηκώνεται με φόρα στον αέρα και με φόρα να κατεβαίνει, και ενώ το ........τολμηρό παιδάκι που τη ζήτησε είχε κατατρομάξει ότι με την ίδια δύναμη θα προσγειωθεί στο κεφάλι του, με τα υπόλοιπα να κοιτάζουν άφωνα τον τολμηρό, ο μπάρμπα γιάννης «φρέναρε» απότομα στον αέρα το μπαστουνάκι του, λίγο πριν ακουμπήσει στο κεφαλάκι του παιδιού, γιά να ακουμπήσει σ’αυτό σαν λίγο πιό έντονο χάϊδεμα, και το παιδάκι να αισθάνεται υπερήφανο απέναντι στα άλλα παιδάκια που τόλμησε τα.........δύσκολα και ............τα κατάφερε.
Και σίγουρα, κανένα παιδάκι δεν πόνεσε από το μπαστουνάκι του μπάρμπα γιάννη, ούτε ακόμα και με τη «............δυνατή.............».
Έπειτα ο μπάρμπα γιάννης, συνέχιζε το δρόμο γιά το καφενείο του ενώ τα παιδιά συνέχιζαν πιό χαρούμενα το παιχνίδι τους, μετά το παιχνίδι με το μεγάλο τους φίλο τον μπάρμπα γιάννη.
Όταν ο μπάρμπα γιάννης έπαιρνε το δρόμο της επιστροφής γιά το σπίτι του είχε πιά σουρουπώσει και τα παιδιά είχαν μαζευτεί στα σπίτια τους.
Ήταν από τις ωραίες στιγμές του παιχνιδιού μας αλλά θα μας γεμίζουν με ωραίες αναμνήσεις μία ολόκληρη ζωή.
Ήταν το αληθινό και ακριβό παιχνίδι που σίγουρα, γιά τα σημερινά παιδιά, είναι , δυστυχώς, άγνωστο.
Σ’ευχαριστούμε Μπάρμπα γιάννη μας γιά τις αναμνήσεις που μας χάρισες και κάνουν πιό πλούσιο τον ψυχικό και συναισθηματικό μας κόσμο.
Σ’ευχαριστούμε γιά το αληθινό παιχνίδι που ακούραστα και με αγάπη είχες εμπνευστεί γιά εμάς τα παιδιά και ακούραστα μοιραζόσουν μαζί μας.
Σ’ευχαριστούμε γιά το γέλιο που χάριζες στην παρέα των παιδιών, που συναντούσες στο δρόμο σου.
Σ’ευχαριστούμε γιά όλες αυτές τις γλυκές αναμνήσεις που γιά λίγο μας επιτρέπουν να νοιώθουμε ξανά παιδιά.
Σ’ευχαριστούμε που είχαμε την τύχη αυτή να σε έχουμε στην παρέα μας, σαν το μεγάλο μας φίλο που μας αγαπούσε πολύ.
Ευχαριστούμε και σένα Σταμάτη που έχεις την ευαισθησία να ανακαλείς στη μνήμη μας σπουδαία πράγματα της ζωής και μας δίνεις την ευκαιρία να καταθέτουμε και εμείς αυτά που πάντα θυμόμαστε.
Μαρία Νικ. Χρυσάγη
Δικηγόρος