Ξαναγυρίζει ο νούς μου στα μακρινά περασμένα χρόνια. Τα πρώτα πολύ πολύ τρυφερά παιδικά μου χρόνια, που μικρό παιδάκι άρχιζα να μπορώ να εκφράζω ότι κατέγραφε η μνήμη μου.
Ζούσαμε στο χωριό η οικογένειά μας ,στο πατρικό μου σπίτι. Τότε είμαστε τρία αδέρφια μαζί. Εγώ και δύο αδερφές μου, μεγαλύτερές μου, η Μαρία και η Νίνα, που με υπεραγαπούσαν. Μόλις φώναζα ή παραπονιόμουν για κάτι, έτρεχαν κοντά μου να με γαληνέψουν. Ο μικρότερός μου αδερφός, ο Δημήτρης, γεννήθηκε τεσσεράμισι χρόνια μετά από εμένα. Στα χρόνια αυτά ήμουνα ο μοναχογιός, το χαϊδεμένο παιδί της οικογένειά μας.
Μαζί με τους γονείς και εμάς τα παιδιά, ήταν και η γιαγιά μας Ελένη, η μητέρα του πατέρα μας. Από το επίθετο, το παρατσούκλι που είχε ο παππούς μου, «Μαχούσης», την έλεγαν «Μαχούσαινα».Aπό την πρώτη γυναίκα του παππού μου, που την έλεγαν Μάχη ή χαϊδευτικά Μαχώ και έφυγε νωρίς απ’ την ζωή, τον είπαν Μαχούση και την γιαγιά μου Μαχούσαινα. Στα νεανικά της χρόνια είχα μάθει πως ήταν πανέμορφη, χαριτωμένη. Παππού δεν είχα τη τύχη να γνωρίσω, είχε φύγει απ’ τη ζωή, απ’ αυτόν τον κόσμο, πολλά χρόνια πριν έρθω εγώ. Παιδάκι τριγυρνούσα στην αυλή του σπιτιού μας και έπαιζα με τ’ άλλα παιδιά της γειτονιάς αλλά και μόνος. Όταν έπαιζα μόνος, πάντα με πρόσεχε μην τυχόν πέσω, μη χτυπήσω. Κρατούσε διαρκώς τη ρόκα της στηριγμένη στη μασχάλη της με το ξασμένο μαλλί, τραβώντας με επιδεξιότητα έστριβε διαρκώς τ’ αδράχτι της με το σφοντύλι και δημιουργούσε το μάλλινο νήμα. Αλλά πάντα είχε τη προσοχή της σε εμένα. Με υπεραγαπούσε. Είχα το όνομα του παππού μου. Τον έλεγαν Γιώργο. Υπήρξε κορυφαίος τεχνίτης. Την εκκλησία του χωριού μας αυτός την έχει φτιάξει υπεύθυνα, την έχει κατασκευάσει εκ των θεμελίων μέχρι την αποπεράτωσή της, με κρηπίδες στη βάση της και στη στέψη της, στη βάση της στέγης, την στόλισε με το περικαλέστατο, περίτεχνο φανταστικό σε σύλληψη και εκτέλεση κωδωνοστάσιο και με άλλα τεχνικά στοιχεία καλλιτεχνικά στις όψεις της.
Καθώς μπαίνουμε από ανατολικά στο προαύλιο του ναού, ψηλά στην εξωτερική δεξιά κόγχη του ιερού, υπάρχει εντοιχισμένη πλάκα με ανάγλυφα γράμματα που γράφει, «1897 ΓΕ. ΣΤΑ. ΣΠΥΡΟΣ. ΑΡΧΙΤΕΚΤΩΝ ». Ήταν όντως αρχιτέκτων. Το μαρτυρούν όλα τα στοιχεία του ναού και όχι μόνον. Είχα τ’ όνομά του και ίσως γι’ αυτό με υπεραγαπούσε.
Λοιπόν, έπαιζα, τραγουδούσα κιόλας, τριών χρονών ήμουν. Ένα τραγούδι που υμνούσε τον Κατσαντώνη και την κλεφτουριά. Πού το άκουσα και από ποιον το έμαθα, δεν μπορώ να το θυμηθώ. Ίσως από τα μεγαλύτερα από μένα παιδιά που πήγαιναν στο σχολείο και το μάθαιναν για να το πουν στις εξετάσεις και έτσι το έμαθα και εγώ. Το τραγούδι αυτό ήταν σαν ηρωϊκό εγκώμιο για τον ήρωα, κλέφτη, Κατσαντώνη που έλεγε: «Εκεί που πας Κατσαντώνη μου, μαύρο μου χελιδόνι χαιρέτα μας πουλί μου την κλεφτουριά». Έτσι το έμαθα και το τραγουδούσα, αλλά από ποιον άκουσα τα λόγια, τον σκοπό, τον ρυθμό ακριβώς δεν το ενθυμούμαι. Το τραγουδούσα και μου έλεγε, ξαναπέστο Γιώργο μου, πες μου τον Κατσαντώνη. Ίσως θαύμαζε που ήμουν παιδάκι και τραγουδούσα.
Τότε που ήταν κοπελιά, είχαν ανοίξει τα λιγνιτορυχεία στο «ΕΤΖΙ» και υπήρχε εργασία για όλους τους κατοίκους της περιοχής. Εργαζόντουσαν όλοι, άνδρες, γυναίκες και κορίτσια. Οι άνδρες μέσα στις στοές στην εξόρυξη, του λιγνίτη, τη φόρτωσή του σε βαγόνια και τη μεταφορά του μέσα και έξω απ’ τις στοές. Οι δε γυναίκες και τα κορίτσια έξω στη διαλογή του λιγνίτη κάτω από υπόστεγα. Ακόμα και από ξένα μέρη κατέφθαναν στην περιοχή να εργασθούν.
Εργαζόταν και η γιαγιά μου ως κοπέλα τότε, έξω στη διαλογή. Ήταν από τα ομορφότερα κορίτσια της περιοχής- και όμορφη και χαριτωμένη. Μέχρι τραγούδι είχαν συνθέσει, που έλεγε: «Αυτή η Λένη του Αρνή και η Λένη του Λερτάκη αυτές οι δύο μας φέρανε στο ΕΤΖΙ το φαρμάκι». Λέρτα λεγόταν στο επίθετό της και το ταίριασαν Λερτάκη.
Ήταν τότε της μόδας η Κουμιώτικη φορεσιά. Ωραία φορεσιά, ξακουστή, αλλά κόστιζε πανάκριβα. Μια τέτοια φορεσιά κόστιζε τριακόσια πενήντα ημερομίσθια στη διαλογή, έτσι μας έλεγε. Έπρεπε να εργασθεί τριακόσια πενήντα ημερομίσθια στη διαλογή του λιγνίτη στο ΕΤΖΙ και με την αμοιβή της να πληρώσει τη Κουμιώτικη φορεσιά. Όλα τα κορίτσια της περιοχής δούλευαν να πάρουν χρήματα, να πληρώσουν την Κουμιώτικη φορεσιά, να στολιστούν. Όπως όλα τα κορίτσια και η γιαγιά μου, εργάσθηκε και έφτιαξε την Κουμιώτικη φορεσιά της. Ήταν όμως ωραία, και την φόραγαν τότε όλες οι Κουμιώτισσες. Στο σώμα επάνω από μεταξωτό ύφασμα διάφανο να φαίνεται το μπούστο και μέρος του στήθους. Απ’ έξω από ύφασμα βελούδο, στενό, εφαρμοστό στο σώμα σαν γιλέκο, το «καμιζόλι», για να τονίζεται το στήθος. Στο σώμα κάτω, φούστα μακριά έως τον αστράγαλο από ειδικό ύφασμα πλισέ, τον «ταφτά». Στο κεφάλι από αραχνούφαντο ύφασμα την «μπόλια», εξ’ου και το τραγούδι: «Πήρε ο βοριάς τη μπόλια σου και φάνηκε ο λαιμός σου…». Φορούσαν επίσης κίτρινο τσεμπέρι και γύρω απ’ το λαιμό, το στήθος, τις πλάτες και ώμους, τον «φραμπαλά», με δαντέλα να τονίζεται το όμορφο πρόσωπο. Πίσω στις πλάτες, πλεξούδες, κοτσίδες με κορδέλες μεταξωτές στις άκρες, στα μαλλιά. Την φόραγε πάντα όταν πήγαινε στην εκκλησία όχι μόνο νέα αλλά και στα μετέπειτα χρόνια.
Θυμάμαι όταν ήμουν δέκα χρονών, πήγα στο οκτατάξιο γυμνάσιο, στην Κύμη και έμεινα εκεί. Είχε έρθει να με ιδεί, να με καμαρώσει. Την θυμάμαι στην Κύμη, μέσα καθώς ερχόταν σε μια ελαφριά κατηφόρα του δρόμου προς το σπίτι που έμενα. Ερχόταν ντυμένη με την κουμιώτικη φορεσιά της. Με πόση χάρη βάδιζε! Ακόμα και οι πέρδικες θα ζήλευαν το βάδισμά της. Θα μπέρδευαν τα πόδια τους, τα βήματά τους, αν την έβλεπαν να διαβαίνει. Ωσάν νεράιδα ήταν. Μια αγγελική μορφή.
Πάντα στις γιορτές, τις Κυριακές στην εκκλησία, θα ντυνόταν με την κουμιώτικη φορεσιά της. Ήταν περήφανη γυναίκα. Ήθελε όταν θα έφευγε απ’ αυτόν τον κόσμο να την ντύσουν, να φύγει ντυμένη με την κουμιώτικη φορεσιά της. Έλεγε πως ήθελε να συναντήσει τον μάστρο Γιώργη της, να την αντικρύσει, να την δεχθεί έτσι όμορφη, όπως ήταν τότε που τους χώρισε η ζωή. Δεν της χάλασαν το χατίρι. Έφυγε απ’ αυτόν τον κόσμο, όπως κάθε άνθρωπος, όταν έρχεται η ώρα του να φύγει δυστυχώς για πάντα.
Ήσουν γλυκύτατη γιαγιά. Όμως τότε δεν ήξερα, παιδί ήμουν, πώς να σου ανταποδώσω την αγάπη που μου έδινες, τον σεβασμό μου, να εκδηλώσω τα αισθήματά μου για σένα. Όπου και να είσαι, να βασιλεύει γύρω σου η γαλήνη.
Γεώργιος Σταμ. Σπύρου
Οκτώβριος 2014