Γράφει η Αρετή Χρυσάγη – Δημητρίου
Τώρα τα τελευταία χρόνια δε γίνεται λόγος για τη χαρά και την αναμονή των πανηγυριών.
Τα παλαιότερα χρόνια ήταν ένα ζωντανό έθιμο με πολύ παλιές ρίζας.
Σε κάθε χωριό οι κάτοικοι για να τιμήσουν τους αγίους της Χριστιανοσύνης, είχαν κτίσει πολλά εξωκλήσια. Όταν γιόρταζε κάποιος άγιος ή αγία γινόταν την παραμονή εσπερινός, ανήμερα λειτουργία και εκείνη την ημέρα είχαν αργία. Κάποια όμως γιορτή που τους βόλευε στον καιρό και τις δουλειές κανόνιζαν μαζί με όλα τα άλλα να γίνεται και πανηγύρι. Αυτό γινόταν για να ψυχαγωγηθούν και να δοθεί η ευκαιρία να επικοινωνήσουν με κόσμο, με συγγενείς, φίλους, κουμπάρους και κατοίκους των διπλανών χωριών.
Ήταν αν όχι η μοναδική αλλά η κυριότερη ευκαιρία για επικοινωνία και διασκέδαση. Πριν από έξι-επτά δεκαετίες δεν υπήρχαν ραδιόφωνα, ηλεκτρισμός, συγκοινωνίες, ταβέρνες που να μπορούν να πάνε και γυναίκες, ενώ στα πανηγύρια επιτρεπόταν για όλους, νέους, γέρους, παιδιά.
Το πανηγύρι για το χωριό δεν ήταν μονοήμερο ή διήμερο. Ήταν το χαρούμενο γεγονός της χρονιάς που ήθελε προσμονή και προετοιμασία. Στην προετοιμασία ανακατεύονταν όλοι.
Οι νοικοκυρές έπρεπε να καθαρίσουν σπίτια, να ασβεστώσουν αυλές, να φτιάξουν τις γλάστρες και να ψωνίσουν τα απαραίτητα για τα φαγητά και τα γλυκά που θα φτιάξουν.
Οι νεαρές να ράψουν καινούριο φόρεμα, να πάρουν καινούρια εποχιακά παπούτσια και ότι άλλο χρειάζονταν.
Οι νεαροί να φροντίσουν για τα ρούχα που θα φορέσουν στο πανηγύρι.
Τα μαγαζιά έπρεπε να φέρουν από αλλού δανεικές καρέκλες, τραπέζια, ποτήρια, πιάτα γιατί τα δικά τους ήταν λίγα.
Να κανονίσουν ποιούς οργανοπαίκτες θα φέρουν. Να φτιάξουν την εξέδρα γι' αυτούς. Να κάνουν τις απαραίτητες παραγγελίες κρεάτων. Να φέρουν κρασιά και ποτά. Όλα έπρεπε να είναι έτοιμα την παραμονή της γιορτης.
Στους Ανδρονιάνους είχαμε τρία πανηγύρια. Των Εισοδίων, του Αγίου Γεωργίου και της Αγίας Παρασκευής.
Των Εισοδίων ήταν χειμωνιάτικη γιορτή και εποχή νηστείας. Πολλές φορές ο καιρός μας τα χάλαγε. Τα μαγαζιά ήταν μικρά για να γίνεται μέσα χορός και τραπέζια. Σ' αυτές τις περιπτώσεις οι κάτοικοι δέχονταν στα σπίτια γνωστούς και φίλους για φαγητό. Στις δόξες του ο μπακαλιάρος. Τα μαγαζιά ψευτοδούλευαν. .
Τα μεγάλα πανηγύρια ήταν τα άλλα δύο. Πολλές φορές του Αγίου Γεωργίου εορταζόταν μετά το Πάσχα. Η γιορτή και το πανηγύρι γινόταν τη δεύτερη μέρα του Πάσχα και ήταν ένα συνεχές Πασχαλιάτικο γλέντι. Αν ήταν νωρίς το Πάσχα γινόταν στην καθορισμένη ημερομηνία.
Της Αγίας Παρασκευής ήταν σταθερό, γνωστή η ημερομηνία και κανονικές οι προετοιμασίες. Τα μαγαζιά (καφενεία) που είχαν αυλές και μπορούσαν να στρώσουν τραπέζια και να γίνει και χορός ήταν: του Θεοδόση του Λύκου που χρησιμοποιούσε και τη γειτονική αυλή. Της Ειρήνης που είχε μεγάλο μαγαζί και μεγάλη ταράτσα απ' έξω. Του Χιλήφου (μετά Κρηνή) με μεγάλη ταράτσα και του Θανάση της Τασάς με μεγάλη αυλή και χρησιμοποιούσε και την απέναντι αυλή του Κολιόμπεη.
Τότε είχαμε και οργανοπαίκτες. Το Σπίθα με το λαγούτο, το γιο του Βελιό έφερναν ξένους οργανοπαίκτες και πολλές φορές και τραγουδίστριες.
Την παραμονή της εορτής έπρεπε να είναι όλα έτοιμα. Πρώτοι κατέφθαναν οι οργανοπαίκτες.
Μετά τον Εσπερινό πήγαιναν στα μαγαζιά ντόπιοι και ελάχιστοι ξένοι. Δεν διαρκούσε το γλέντι πολύ γιατί έπρεπε να είναι έτοιμοι για τον πρωινό εκκλησιασμό. Ανήμερα από πολύ πρωί ντόπιοι και ξένοι βρίσκονταν στο δρόμο για την εκκλησία.
Αν ήταν της Αγίας Παρασκευής κυκλοφορούσαν στους δρόμους άλογα, γαϊδουράκια με πολύχρωμα χράμια στα σαμάρια να φέρουν καβάλα τους πανηγυριώτες. Άλλοι με τα πόδια. Ένα πολύχρωμο πλήθος γέμιζε τους δρόμους και τις αυλές των εκκλησιών. Πάρα πολλοί ξένοι από τα γύρω χωριά έρχονταν γιατί και οι δικοί μας πήγαιναν στα δικά τους πανηγύρια.
Μετά την εκκλησία επέστρεφαν στο χωριό. Άλλοι που ήταν καλεσμένοι πήγαιναν για φαγητό στους συγγενείς, άλλοι πήγαιναν στις ταβέρνες και άλλοι στα χωριά τους για να ξανάρθουν το απόγευμα.
Το βραδάκι μαζευόταν ο κόσμος στα μαγαζιά της επιλογής τους για να προφθάσουν να βρουν τραπέζι. Πολλές φορές γέμιζαν όλα και έμεναν και όρθιοι.
Οι οργανοπαίχτες άρχιζαν να κουρντίζουν τα όργανά τους, να παίζουν διάφορα τραγούδια μέχρι να έρθουν σε κέφι και να αρχίσει ο χορός. Ήταν ένα χαρούμενο απλό θέαμα, ένα ευχάριστο γλεντοκόπι. Παράλληλα όμως και νυφοπάζαρο. Γιατί τότε υπήρχαν ορισμένοι κανόνες στο γλέντι. Ξεκινούσε μια παρέα το χορό. Όποιος έμπαινε πρώτος στο χορό με το μαντήλι στο χέρι, έδινε παραγγελιά στα όργανα ποιο τραγούδι να παίξουν και φώναζε όποια κοπέλα ήθελε στο χορό, συγγενή, γνωστή ακόμα και άγνωστη. Κανονικά όποια φώναζε έπρεπε να πάει στο χορό. Πολλές φορές φώναζε και κάποιον για την οποία ενδιαφερόταν. Τότε άρχιζε το κρυφό κουτσομπολιό. Είδες; Γιατί τη φώναξε; Τι συμβαίνει; Φαίνεται την αγαπάει.
Κοπέλα ή μεγάλη γυναίκα δεν μπορούσε να μπει στο χορό χωρίς να την φωνάξουν. Τώρα έχουν αλλάξει τα πράγματα.
Αυτός που χόρευε πρώτος για να φύγει έπρεπε να πάει κάποιος άλλος κρατώντας το μαντήλι να ζητήσει την πρωτιά. Αυτός πήγαινε, πλήρωνε τους οργανοπαίχτες και πήγαινε τελευταίος στο χορό. Πάντα έπρεπε να υπάρχει ένας άνδρας πρώτος και ένας τελευταίος. Μετά τα δικαιώματα να φωνάζει όποιον θέλει στο χορό ήταν ο καινούριος που ήταν πρώτος. Έτσι συνεχιζόταν ο χορός και καμιά φορά με την πρωτιά γίνονταν και καβγαδάκια. Το πανηγύρι συνεχιζόταν ως το πρωί. Τώρα τα πράγματα έχουν αλλάξει. Τα πανηγύρια έχασαν την ομορφιά τους και την προσμονή. Δεν ξέρω αν συνεχίζουν να γίνονται. Μα και γιατί να γίνονται; Σε κάθε χωριό υπάρχουν ταβέρνες που λειτουργούν γιορτές, καθημερινές. Αρκεί να υπάρχει χρήμα και κέφι. Κάθε ένας μπορεί να γλεντήσει και να καλοπεράσει όποτε θέλει. Εμείς οι πιο παλαιοί δεν ξεχνάμε τη χάρη των παλιών πανηγυριών. Ίσως γιατί δεν είχαμε αυτά που έχουν τώρα οι νέοι.
Αναδημοσίευση απότο φύλλο 87 Μάρτης Μάης 2013 της ΦΩΝΗΣ μας