Η εκκλησία στο χωριό μας Δένδρα, είναι αφιερωμένη εις τον Άγιο Ιωάννη
τον Θεολόγο τον αγαπημένο μαθητή του Χριστού που είναι και προστάτης του χωριού μας. Γιορτάζεται η μνήμη του στις 26 Σεπτεμβρίου και την ημέρα εκείνη εγίνετο πανηγύρι στο χωριό μας που αποτελείται από δύο γειτονιές από σπίτια. Το κάτω χωριό που ελέγετο Καρασαλιάνοι και το επάνω που το έλεγαν Μαλαγιάνοι. Τώρα λέγονται και τα δύο μαζί Δένδρα. Οι τότε νοικοκυρές του χωριού ετοίμαζαν φαγητά εκλεκτά από την προηγούμενη ημέρα αλλά και ανήμερα της εορτής.
Μετά την πανηγυρική λειτουργία, εδέχοντο στο σπίτι συγγενείς και πολύ γνωστούς από τα γύρω χωριά, που είχαν έρθει στην εκκλησία, να καθίσουν στο πανηγυρικό τραπέζι και να γευθούν τα εκλεκτότερα φαγητά που είχε να παρουσιάσει κάθε νοικοκυρά και το εκλεκτότερο κρασί. Σερβίριζε τα φαγητά σε σερβίτσια φυλαγμένα από την προίκα της. Με τον τρόπο που σερβίριζε τα φαγητά στα ωραία της σκεύη, έδειχνε κατά κάποιον τρόπο, σε ποια μάνα πλάι είχε μεγαλώσει και από ποιο αρχοντόσπιτο η οικογένεια προέρχετο. Μετά το φαγητό προσέφερε και φρούτα φυλαγμένα ειδικά για το πανηγυριάτικο τραπέζι. Την εποχή εκείνη που δεν υπήρχαν ψυγεία δεν ήταν εύκολο να διατηρηθούν φρούτα σε χωριό και εποχή τέλος Σεπτεμβρίου. Το τραπέζι τελείωνε το απομεσήμερο αργά με τραγούδια τραπεζιού, που λίγο ζαλισμένοι οι καλεσμένοι απ' το κρασί ήθελαν να επιδείξουν με την ωραία τους φωνή, αλλά και να ευχαριστήσουν τους οικοδεσπότες για τα ωραία φαγητά που τους προσέφεραν και για την καλοσύνη τους. Το απόγευμα που ο ήλιος έγερνε προς τη Δύση προς τα Κοτύλαια, άρχιζαν να παίζουν οι ορχήστρες (βιολί, λαγούτο, κλαρίνο) σε διάφορα μαγαζιά στο κάτω και στο επάνω χωριό.
Στο επάνω μέρος του κάτω χωριού ήταν και είναι το σπίτι του κ. Γεωργίου Σαρρή. Είναι σπίτι διώροφο, οι όψεις του είναι κτισμένες με λαξευτή πέτρα. Φαίνεται απ' την κατασκευή του πως ήταν αρχοντόσπιτο. Δεν γίνονται εύκολα τέτοια σπίτια. Το ισόγειο το χρησιμοποιούσε για μαγαζί. Διατηρούσε είδη παντοπωλείου στη μπροστινή αίθουσα που ήταν πλακοστρωμένη. Πιο μέσα, πίσω από το χώρισμα είχε βαρέλια με κρασί ρετσίνα. Τα απογεύματα ή τα Σαββατοκύριακα οι άνδρες του χωριού πήγαιναν παρέες και έπιναν κρασί ρετσινάτο. Για μεζεδάκι είχαν κάτι αλμυρό, σαρδέλες παστές ή κολιό με λίγο λάδι ή και κανένα συκωτάκι. Πέρα από το ευρύχωρο προαύλιο - είσοδο για το μαγαζί και το σπίτι του είχε μια μεγάλη αυλή ανατολικά που απλωνόταν τελείως οριζόντια σε όλη τη μεγάλη όψη του σπιτιού του και είκοσι μέτρα πιο πέρα απ' αυτό.
Στη βόρεια πλευρά της είχε δυο σειρές κυπαρίσσια πυκνά φυτεμένα για να προστατεύουν τα οπωροφόρα δένδρα από τους βοριάδες και τους χιονιάδες. Ένας τοίχος την στήριζε ψηλά δυόμισι περίπου μέτρα από τον κάτω δρόμο. Σε αυτήν την μεγάλη αυλή γινόταν πάντα πανηγυριάτικος χορός. Βιολί έπαιζε ο κ. Στοφόρος από τον Πύργο συνοδευόμενος από άλλα όργανα της ορχήστρας της παρέας του. Όμως και στο επάνω χωριό γινόταν πάντα πανηγυριάτικος χορός σε διάφορα μαγαζιά ή υπαίθρια κάτω από τεράστια δένδρα, βελανιδιές, που υπήρχαν τότες. Το έδαφος εδώ είναι ίσιωμα και εκτεταμένο, ευρύχωρο για να στηθεί χορός.
Στη διαδρομή, που από το κάτω χωριό ανεβαίνει προς την εκκλησία, συναντά δρόμο που οδηγεί από Ανδρονιάνους προς το Βίταλο. Μετά την συνάντηση ο δρόμος κάνει στροφή προς τα Ανατολικά. Σε αυτόν τον χώρο, σε αυτή την αγκαλιά των δρόμων ήταν το κτήμα της κας Γαντίτσας. Στη βόρεια πλευρά του κτήματος υπήρχε μία τεράστια βελανιδιά που σκίαζε όλο το κτήμα. Επειδή ο ίσκιος της είναι βαρύς όπως λένε, δεν ανεπτύσσετο κάτω απ' αυτήν ότι κι αν έσπερναν, σιτάρι, ούτε καν βίκος. Οι δρόμοι γύρω και ο χώρος κάτω από την βελανιδιά που ήταν στο αυτό επίπεδο θα ήταν περίπου ένα στρέμμα και τα παιδιά του χωριού το είχανε σαν γήπεδο. Εκεί παίζαμε διάφορα παιχνίδια μέχρι
και μπάλα ποδόσφαιρο (τα παιδιά του επάνω και του κάτω χωριού). Κάτω από αυτήν την βελανιδιά γινόταν πάντα χορός στο πανηγύρι. Πολλές φορές η βελανιδιά αυτή στέγαζε δύο μαγαζιά. Δυο ορχήστρες έπαιζαν μουσική κάτω από τον ίσκιο της, από το φύλλωμά της.
Η μια δυτικά και ανατολικά η άλλη. Οι μαγαζάτορες μαγείρευαν θυμάμαι ανάμεσα στις ρίζες της που ήταν έξω από το έδαφος σαν εστίες. Το φύλλωμά της πόσα τραγούδια, πόσοι ήχοι και πόσα ερωτικά λόγια τα έχουν χαϊδέψει, αγγίξει και αν είχαν μάτια πόσους κρυφούς έρωτες θα είχαν δει. Εδώ γινόταν πάντα χορός στο πανηγύρι. Όμως εδώ που συναντώνται οι δρόμοι αριστερά και στην απέναντι γωνιά του δρόμου από τον χώρο που αναφέρω ήταν το κτήμα του κου Αλέκου Σαρρή νομίζω. Είχε στην άκρη κατά μήκος του δρόμου προς τους Ανδρονιάνους τρεις βελανιδιές αρκετά μεγάλες η μια μακριά της άλλης πέντε έξι μέτρα περίπου. Το έδαφος και εδώ ήταν ίσιωμα και χιλιοπατημένο. Μια χρονιά εδώ είχαν στήσει μαγαζί (προφανώς ο ιδιοκτήτης του κτήματος). Οι οργανοπαίχτες ήταν από το Βίταλο, θυμάμαι κλαρίνο έπαιζε ο κος Κοντήλης. Ήταν αρχές της δεκαετίας του 1930 και ήμουν μικρό παιδί. Τα τραγούδια ήταν στο ρυθμό του συρτού ή καλαματιανού χορού. Καθώς έπεφτε η νύχτα, φως έδιναν οι λάμπες ασετιλίνης και πετρελαίου. Πάντως το φως διαχέετο σε μεγάλη απόσταση γύρω και πέρα της πίστας. Γύρω από αυτήν ήταν τραπέζια με καρέκλες που κάθονταν οικογένειες, συγγενείς και διασκέδαζαν. Σε ένα από αυτά τα τραπέζια καθόταν ο μπαρμπα Δημήτρης, έτσι τον ήξερα (ετεροθαλής αδερφός του πατέρα μου), η σύζυγός του θεία Χαρίκλεια, ο γιος του Σταύρος με τη σύζυγό του Μαρουδιά. Ήταν πολύ μεγαλύτερος από τον πατέρα μου, τα παιδιά του είχαν την ίδια ηλικία και μεγαλύτερά του. Ο πατέρας μου έλειπε. Εργαζόταν στα ξένα και η οικογένεια μας, η μητέρα μου δεν ήταν δυνατό να πάει στο πανηγύρι χωρίς τη συντροφιά του πατέρα μου. Εγώ και άλλα παιδιά της ηλικίας μου πήγαμε και κοιτάζαμε που χόρευαν νέοι της εποχής ή και μεγαλύτεροι. Στεκόμουν όρθιος ακριβώς πίσω από το τραπέζι που καθόταν ο μπάρμπα Δημήτρης και ήμουν λίγο ψηλότερος από την καρέκλα του. Οι χοροί που χόρευαν οι νέοι της εποχής ήταν πάντα Συρτός ή Καλαματιανός.
Όμως ο γιος του Μπάρμπα Δημήτρη ο Σταύρος και άλλοι νέοι της εποχής είχαν εργασθεί στην Αθήνα σε διάφορα έργα, είχαν ξενιτευτεί και είχαν μάθει χορούς ευρωπαϊκούς, όπως τους έλεγαν, ταγκό, βαλς. Κάποια στιγμη παρήγγειλαν στην ορχήστρα να παίξει μουσική για να χορέψουν ταγκό. Από ότι θυμάμαι σαν όνειρο, σηκώθηκαν να χορέψουν δύο ζευγάρια, ανδρόγυνα. Το ένα ζευγάρι ήταν ο γιός του μπάρμπα Δημήτρη, ο Σταύρος με τη γυναίκα του Μαρουδιά. Το άλλο ζευγάρι δεν μπορώ να το θυμηθώ ποιο ήταν, ούτε αν χόρευε και τρίτο ανδρόγυνο, ζευγάρι. Ο μπάρμπα Δημήτρης και πολλοί συνομήλικοί του που δεν έχουν φύγει πέρα από την περιφέρεια της Κύμης ή του Αλιβερίου δεν είχαν ξαναειδεί τέτοιο χορό. Πώς ήταν δυνατόν να χορεύουν αγκαλιασμένοι άνδρας με γυναίκα, ας ήταν και ανδρόγυνο. Τους φαινόταν τουλάχιστον περίεργο και λίγο πονηρό. Καθώς έπαιζε η μουσική και τα ζευγάρια έκαναν στροφή με χάρη αγκαλιασμένοι, δεν ξέρω, δεν μπορώ να φανταστώ τι νόμιζε, τι ησκέπτετο, ότι γινόταν ο Μπαρμπα Δημήτρης. Γιατί με το να κάνει στροφή το ζευγάρι, άρχισε να μονολογεί να φωνάζει με ενθουσιασμό τέτοιο, όχι βέβαια να τον ακούει ο γιός του ο Σταύρος, παρότι σ' αυτον απευθυνόταν, αλλά αρκετά δυνατά σαν να συμμετείχε και αυτός στο γεγονός. Δως της ρε, δως της ρε. Με τέτοιον ενθουσιασμό, το έλεγε μέσα απ' την καρδιά του. Κάθε φορά που το ζευγάρι έκανε στροφή επαναλάμβανε, δως της ρε. Το φχαριστιότανε. Τι νόμιζε ότι συντελείτο τη στιγμή εκείνη, τι έβαζε στο νου του, μου είναι άγνωστο, δεν μπορώ να φανταστώ.
Τελείωσε η μουσική για το ταγκό και ο χορός συνεχίστηκε με διάφορους ρυθμούς ως το πρωί. Εγώ εν τω μεταξύ έφυγα, έπρεπε να πάω σπίτι, είχα αργήσει αρκετά.
Από τότε πέρασαν πάρα πολλά χρόνια. Μια ζωή ολόκληρη. Έφυγε ο μπάρμπα Δημήτρης, έφυγε η θεία Χαρίκλεια, έφυγαν τα ζευγάρια των χορευτών και οι μουσικοί της ορχήστρας. Πανηγύρια και χοροί δεν γίνονται τώρα στη γιορτή του Αγίου Ιωάννου,
Άλλαξαν οι ιδιοκτήτες στα κτήματα. Στο ένα έκοψαν τις τρεις βελανιδιές, ίσως για καυσόξυλα, ίσως για να αποδίδει περισσότερο το έδαφος που σκίαζαν. Στο άλλο οι νέοι ιδιοκτήτες έκοψαν τη χιλιόχρονη τεράστια βελανιδιά, ίσως επειδή είχε γεράσει. Το γήπεδο που σκεπαζόταν από τα κλαδιά της, εκεί που παίζαμε σαν παιδιά, τώρα είναι καλλιεργήσιμος χώρος και έχουν φυτέψει διάφορα άλλα δέντρα. Δεν υπάρχει τίποτα που να θυμίζει τις παλιές εκείνες ομορφιές παρά μόνο στη μνήμη μου.
Γεωργ. Σ. Σπύρου
Αναδημοσίευση απότο φύλλο 87 Μάρτης Μάης 2013 της ΦΩΝΗΣ μας