ΤΑ ΑΛΩΝΙΑ
το Συναξάρι μιας πλατείας
λαογραφικό κείμενο γραμμένο από τον Γιώργο Νάνο
Από τη δημοσίευση στο φύλλο 3 • Μάιος – Ιούνιος 1997 της εφημερίδας μας
Σαυτό το σημείωμα θα προσπαθήσουμε να ιστορήσουμε, με όσα στοιχεία κατέχουμε απ' την παράδοση και την προσωπική πείρα, την ζωή αυτής της πλατείας, που σε τελευταία ανάλυση δεν είναι τίποτε άλλο, παρά ένα μεγάλο κομμάτι από το χρονικό του ίδιου του χωριού μας και των κατοίκων του.
Η αρχική της χρήση ήταν για το αλώνισμα των σιτηρών, yι'αυτό και η ονομασία της Αλώνια.
Τους υπόλοιπους μήνες θα χρησιμοποιηθεί για άλλους σκοπούς. Γίνεται χώρος περιπάτου και αναψυχής για τους μεγάλους και χώρος παιχνιδιών για τους μικρούς, μια όαση γέλιου και χαράς.
Τους καλοκαιρινούς μήνες, πολλές χρονιές, στήνονται πρόχειρες παράγκες που στεγάζουν ολιγόζωες ταβερνούλες.
Δικαιολογημένα οι χωριανοί μας αγάπησαν πολύ αυτή την πλατεία.
Οι πιο μεγάλοι από τους επιζώντες την χαρήκαμε πολύ και στην περίοδο του αλωνίσματος. Τότε οι χωριανοί μας καλλιεργούσαν τα χωράφια τους με στάρι, κριθάρι, βίκο. Η οικονομία του χωριού ήταν κυρίως αγροτική.
Είναι άγνωστο πότε έγιναν και πότε πρωτοχρησιμοποιήθηκαν, πόσα αλώνια έγιναν αρχικά και πόσα αργότερα. Εμείς τα φτάσαμε στην τελική τους διαμόρφωση, έξι τον αριθμό. Μάλιστα είχαν και τα ονόματά τους, όπως της Γiαννάκενας, το Διοφιλάνικο, το Δημέϊκο κ.τ.λ. Ήταν όλα μαζί κοντά-κοντά. Αργότερα θα δημιουργηθεί λίγο πιο κάτω το έβδομο του Κιτσίου (Θεοδώρου).
Ο τόπος ήταν κατάλληλος για το σκοπό αυτό. Τον έλουζε ο καλοκαιρινός ήλιος και το βουνό έστελνε το αεράκι, που ήταν απαραίτητο για το λίχνισμα (ξανέμισμα) της σοδειάς.
Το αλώνισμα βέβαια ήταν μια δύσκολη δουλειά για τους ανθρώπους και τα ζώα. Όλη την ημέρα κάτω από τον καυτερό ήλιο, με φωνές και τρέξιμο πίσω από τα ζώα σε ατελείωτους γύρους, μέχρις ότου χωνέψει ο σανός. Ακολουθούσε το ξανέμισμα με το δικούλι (μεγάλη ξύλινη πιρούνα) που με τη βοήθεια του αέρα ξεχώριζε το άχυρο από τον καρπό. Μετά με το συρμάτινο κόσκινο (δριμόνι) καθαρίζανε το στάρι από τη σαβούρα και κατ' ευθείαν στα ζώα για το σπίτι. Ρίχνανε τη σοδειά στο αμπάρι και γέμιζε το στήθος τους από χαρά.
Με την πρώτη ευκαιρία η νοικοκυρά έριχνε σε καθαρά σακούλια κάμποσο από τον καινούργιο καρπό και γραμμή για τον μύλο της Γιάννενας κοντά στα βυθά. Ήταν το πρώτο αλεύρι.
Έψηνε τα μοσχομύριστα καρβέλια στο χωριάτικο φούρνο και πρώτο και καλύτερο το πρόσφορο για τον Παπά του χωριού. Να ευλογήσει τον καρπό να είναι καλοφάyωτος για όλο το χρόνο.
Η περίοδος του αλωνίσματος ήταν ένα πανηγύρι για τα παιδιά του χωριού. Το αλώνισμα είχε και τα απρόοπτά του. Κάποτε-κάποτε το βουνό δεν κατέβαζε τον απαραίτητο αέρα για το λίχνισμα. Απόλυτη νηνεμία. Λες και ένα μαγικό ραβδί τον σταμάτησε. Περίμεναν οι χωριανοί μας ώρες ατελείωτες. Λέγανε ιστορίες, χωρατά, πειράγματα. 'Άλλοτε πάλι ο ισχυρός αέρας έπαιρνε το άχυρο μακρυά μαζί με τον καρπό. Στενοχώρια μεγάλη. Έκαναν το σταυρό τους και ζητούσαν βοήθεια από τους Αγίους των γύρω εκκλησιών. (Άγιο Σπυρίδωνα, Αγία Παρασκευή, Προφήτη Ηλία)
Κάποια χρονιά, πριν απ'τον πόλεμο του '40, έφερε ο Ελαιουργικός Συνεταιρισμός του χωριού δύο χειροκίνητες μηχανές. Η μία για το λίχνισμα, η δεύτερη για το δεμάτιασμα του σανού. Για πολλές μέρες τις περιεργαζόμαστε. Έμπαινε στο χωριό μας ο τεχνικός πολιτισμός. Θα ξεκούραζαν λίγο τους αγρότες μας από τη δύσκολη δουλειά. Έγινε μάλιστα και αυτό το αστείο. Κάποιος διαβασμένος "γuμνασιόπαις· με την κουκουβάγια στο σχολικό καπέλλο, έγινε νονός. Την μια την βάφτισε ΑΙΟΛΟΣ την άλλη ΠΡΟΚΡΟΥΣΤΗΣ Έγραψε πάνω τους με κιμωλία τα ονόματά τους. Στην πρώτη σκιτσάρισε το Θεό του ανέμου, τον Αίολο με φουσκωμένα μάγουλα και με δύο ασκούς. Από τώρα πια αυτός θα βοηθούσε στο ξανέμισμα του χωνεμένου σανού. Οι χωριανοί μας θα ανέπνεαν λιγάκι. Δεν θα περίμεναν το Γέρο -Έλατο να στείλει την ... φρεσκαδούρα του.
Χρησιμοποιήθηκαν για κάμποσα χρόνια τα νέα μηχανήματα. Ύστερα αραίωσαν οι χωριανοί μας. Έφυγαν για άλλους τόπους, για να βρούν καλύτερη ζωή. Έμειναν τα χωράφια αδούλευτα, ούτε θέρος, ούτε αλώνισμα.
Σκούριασαν απ'τα χρόνια, τα αφάνισαν οι βροχές, οι χιονιάδες, έμειναν για κάμποσο καιρό σκέλεθρα, έλιωσαν σαν καλοί χριστιανοί. Μόνο η θύμησή τους έμεινε για να τη γράφουμε σε αυτό το σημείωμα.
Μετά την περίοδο του αλωνίσματος όταν πια έφευγαν οι θημωνιές από τη μέση, ήταν ελεύθερη όλη η πλατεία για τις άλλες χρήσεις της.
Όλα τα παιχνίδια στην ημερήσια διάταξη από τους μικρούς και μεγάλους. Γέμιζε φωνές ο τόπος. Αγωνίσματα παντός είδους, όπως τρέξιμο, πήδημα, πάλεμα, λες και ήταν ένα σωστό γυμναστήριο. 'Άλλα παιδιά έπαιζαν κουτσό, κρυφτό, κυνηγητό, καμήλες, μπίζ, αμάδες, τσίλες (βώλους), τσιλίκι, αμπάριζα, καροτσοδρομίες κ.λ.π. Κάποτε γινόταν πραγματικός πόλεμος με πέτρες, ο περίφημος πετροπόλεμος. Ίσως μερικοί να έχουν και κάποιο σημάδι από τις περίφημες μάχες της εποχής εκείνης. Ένα παιχνίδι που είχε την συμπάθεια των πιτσιρικάδων ήταν η αμπάριζα, το παρακολουθούσαν μάλιστα μικροί και μεγάλοι. Χρειαζόταν από τους παίκτες (10-14 σε δύο αντίπαλες ομάδες) πολύ προσοχή, επαγρύπνηση, γρήγορη κίνηση. Ήταν μια μικρογραφία μάχης. Στόχος των αντίπαλων ομάδων ήταν να σκλαβώσουν όλους τους παίκτες ή να ελευθερώσουν τα τυχόν σκλαβάκια (πουλιά). Κάθε φορά που ελευθερωνόταν το σκλαβάκι (το πουλί) μια δυνατή φωνή από όλους γέμιζε τον αέρα 'ξελευτερία.α.α'!!!
Ήταν πραγματικά ένα παιχνίδι με πολύ νεύρο και ψυχαyωyiα. Δυστυχώς αυτό το θαυμάσιο παιχνίδι, όπως και τόσα άλλα, σταμάτησαν να παίζονται από τα παιδιά. Λένε πως το παιχνίδι της αμπάριζας το βρήκαν οι σκλαβωμένοι παππούδες μας για να μην ξεχνούν ότι πρέπει κάποτε να διώξουν τον τύραννο. Και το πέτυχαν το '21 με πολλές θυσίες, με πολύ αίμα.
Μια άλλη διασκέδαση στον ίδιο χώρο ήταν το πέταγμα του αετού. Κατάλληλη εποχή η Σαρακοστή. Μέρες χαρούμενες της άνοιξης, άνοιγε η διάθεση του παιδόκοσμου για την ετοιμασία του αετού. Τα λίγα φιλοδωρήματα τα διέθεταν για την αγορά των υλικών, χαρτί σπόγγος, κόλλα. Η κατασκευή ήταν μια ιεροτελεστία. Ώρες πολλές διέθεταν τα παιδιά για την κατασκευή του. Γέμιζε η πλατεία με τα δημιουργήματα των μικρών. Αετοί μικροί και μεγάλοι, υψώνονται στον αέρα δίχως προβλήματα. 'Άλλοι ταλαντεύονται δεξιά -αριστερά, ευτυχώς στο τέλος καταφέρνουν να πάρουν τον ανήφορο. Χαρά και ευφροσύνη στις παιδικές ψυχές. Αν ήταν δυνατόν να πετάξουν μαζί τους και ν' ανεβούν τα σκαλοπάτια τ· ουρανού, να λύσουν τα ερωτηματικά της ψυχής τους, να γίνουν οι μικροί Ίκαροι του παραμυθιού. Αργά το βράδυ τέλειωνε το πανηγύρι των αιθέρων, για να συνεχίσει μια άλλη μέρα.
Μια άλλη διασκέδαση για τους πιτσιρικάδες, που γινόταν στην πλατεία το χειμώνα, ήταν πρώτα ο χιονοπόλεμος και κατόπιν ο χιονάνθρωπος ή οι χιονάνθρωποι, 2-3 τον αριθμό, ανάλογα με τα παιδιά που έτρεχαν να λάβουν μέρος στο πανηγύρι του χιονιού. Ακολουθούσε μετά η κατασκευή της τεράστιας ρόδας. Ξεκινούσαν από ψηλά κυλώντας το χιόνι σιγά-σιγά σαν μπάλλα που όλο μεγάλωνε μέχρις ότου γινόταν ένας τεράστιος όγκος, τροχός διπλάσιος απ' το μπόι τους. Οι χιονάνθρωποι και η ρόδα θα αντέξουν για κάμποσες ημέρες, μέχρις ότου παραδώσουν το πνεύμα τους με το ανέβασμα της θερμοκρασίας ή με κάποια βροχούλα.
Σ' αυτή την πλατεία θα διασκεδάσουν οι χωριανοί τις Αποκριές. Εδώ ανοίγει η αυλαία της χαράς και του κεφιού που τόσο το έχουν ανάγκη. Μασκαράδες πάνε κι έρχονται, πειράζουν μικρούς και μεγάλους. Κάποτε δίνει το παρόν της και η Καμήλα, χαμός ο παιδόκοσμος. Σε λίγο αρχίζει και ο χορός με τραγούδια αποκριάτικα: "Της ακρίβειας τον καιρό επαντρεύτηκα κι εγώ και μου δώσαν μια γυναικά που 'τρώγε για πέντε, δέκα" ή το άλλο "λεμονάκι μυρωδάτο και από περιβόλι αφράτο" κι άλλα πολλά. Στο χορό συμμετέχουν δροσερές κοπέλες του χωριού με τις κουμιώτικες φορεσιές, χάρμα των ματιών να τις βλέπεις. Αργά το βράδυ ο κόσμος φεύγει από τ' Αλώνια για να συνεχίσει το γλέντι στα καφενεία ή στα σπίτια.
Η περίοδος αυτή ήταν η πιο χαρούμενη της χρονιάς για τους χωριανούς μας. Ξέφευγαν λίγο από τη σκληρή βιοπάλη. Μια ευχάριστη νότα στη μονοτονία, στη σκληρή ζωή του χωριού.
Στις μεγάλες γιορτές των Χριστουγέννων και του Πάσχα η πλατεία μεταβάλλονταν σ ένα υπαίθριο καζίνο. Τα τυχερά παιχνίδια στην ημερήσια διάταξη. Το βαρητό τηλάχι με τις, τσίλες (βόλους) έδινε κι έπαιρνε, όπως και το στριφτό. Η Δήμητρα (το δεκάρικο) και ο Ποσειδώνας (εικοσάρικο) ήταν οι πρωταγωνιστές στον αγώνα της τύχης. Τα κέρματα άλλαζαν χέρια και τσέπες ανάλογα με τα κέφια της θεάς τύχης. Οι πιτσιρικάδες περίμεναν στο τέλος το σχετικό φιλοδώρημα από τους μεγάλους τυχερούς.
Πολλά καλοκαίρια, κυρίως μετά τον πόλεμο, μερικοί χωριανοί μας έστηναν στην πλατεία ξύλινες παράγκες, όπου φιλοξενούσαν βραχύβιες ταβερνούλες. Άπλωναν στα ισώματα τα καθίσματα και τα τραπεζάκια και προσέφεραν στους πελάτες το κατοσταράκι ή τη μισή με την ανάλογη συνοδεία από ελιά, ντομάτα, αγγουράκι σαρδέλα ή και γαρδούμπα. Σκόρπιζε στον σέρα το γραμμόφωνο τις βραχνές νότες του. Πολλές φορές φούντωνε το κέφι απ' τη ρετσίνα, άναβαν τα αίματα, έστηναν το χορό οι λεβέντες του χωριού, έσβηναν τα σεκλέτια τους στις φιγούρες του ζεϊμπέκικου και του καλαματιανού.
Μια χρονιά, της Αγίας Παρασκευής, έγινε μεγάλο πανηγύρι σ' αυτή την πλατεία. Ένας φιλοπρόοδος χωριανός μας έφερε μεγάλη ορχήστρα, πολλούς τραγουδιστές, καλές φωνές, πολλά όργανα. Γέμισε η πλατεία από κόσμο. Άνδρες, γυναίκες, μικροί και μεγάλοι, γέροντες και νεαροί έτρεξαν να δουν το μεγάλο θέαμα. Να ακούσουν τις γλυκές φωνές. Αντιλάλησε το τραγούδι στην απέναντι πλαγιά. Σταμάτησε το νανούρισμά του ο γρύλλος απ' το ξάφνιασμα. Για πρώτη φορά σε αυτό το χώρο, έγινε τέτοιο γλέντι, τόσο κέφι, τόση χαρά.
Έτσι λοιπόν χρόνια και χρόνια αυτή η πλατεία συμμετέχει σε όλες σχεδόν τις εκδηλώσεις της ζωής του χωριού. Οι χωριανοί μας μικροί και μεγάλοι την αγαπούν, την θεωρούν σαν δικό τους άνθρωπο, της δίνουν ένα κομμάτι απ' την ψυχή τους και αυτή η πλατεία σαν να νοιώθει τα συναισθήματά τους γίνεται η καλή νεράιδα τους που χαίρεται για τη χαρά των παιδιών της, γιατί όλα τα θεωρεί δικά της παιδιά. Σαν να φύτρωσαν από τα χώματά της, όπως η αγριάδα που φυτρώνει την άνοιξη και πρασινίζει όλη την έκτασή της.
Σαν να πονεί όμως και να υποφέρει όταν τα νυχτοπούλια που κουρνιάζουν στα κοντινά λιόδεντρα, της φέρνουν τα κακά μαντάτα για τα παιδιά της.
Όπως τότε, στην επανάσταση του '21, όταν οι απάνθρωποι Οθωμανοί του Ομέρ μπέη της Καρύστου με τα αράπικα άλογά τους έσπειραν την καταστροφή και την ερήμωση στην Κύμη και στα χωριά του Καστροβαλά.
Τότε που οι καταραμένοι Τσουκαλάδες σκότωσαν άνδρες και γυναίκες, όσους δεν πρόφτασαν να κρυφτούν αλαφιασμένοι στο βουνό, άρπαξαν κοπέλες του χωριού για τα χαρέμια των πασάδων, έκαψαν χαμόσπιτα, τα λιοστάσια, τα σπαρτά, τις θημωνιές που είχαν συγκεντρώσει οι παππούδες μας στα αλώνια. Έκαψαν και το μικρό ελατοδάσος που είχε φυτρώσει εδώ σιμά στην πλατεία πριν από πολλά χρόνια και το είχαν καμάρι τους.
Βόγγισαν οι άνθρωποι του χωριού, γέμισαν πένθος τα σπιτικά για τα αγαπημένα τους πρόσωπα. Πέρασε πολύς καιρός για να στεγνώσουν τα δάκρυα από τα μάτια τους. Ερήμωσε το χωριό, ερήμωσε και αυτή η πλατεία.
Έφυγαν καμιά φορά οι Τουρκαλάδες, ήρθε η πολυπόθητη λευτεριά. Ξεθάρρεψαν οι παππούδες μας, όσοι είχαν γλιτώσει απ' το μεγάλο κακό, άρχισαν να φτιάχνουν τα σπιτικά τους, να φροντίζουν τα χωράφια τους, τα δέντρα τους, τ' αμπέλια τους, τα ζωντανά τους, τα κοπάδια τους. Ήρθαν κι άλλοι απ' τα νησιά, αγόρασαν χωράφια, κούρνιασαν στο χωριό. Με το καιρό πλύθηναν το νοικοκυριά, μεγάλωσε το χωριό, πήρε νέα ζωή. Ζωντάνεψε και αυτή η πλατεία. Γέμισε χαρούμενες φωνές. Άρχιζε πάλι ο ουρανός να γεμίζει την άνοιξη με αετούς μικρούς και μεγάλους, με ψαλίδες με φουντωτές ουρές.
Χαράκωναν οι πιτσιρικάδες τα ισώματα, με τετράγωνα και μισοφέγγαρα για να παίζουν τον κουτσό και την τρίλια (τρίλιζα).
Ακούστηκε πάλι η κραυγή της αμπάριζας "ξελεφτερία" και ήταν η φωνή που ερχόταν από τα βάθη τόσων χρόνων πικρής σκλαβιάς.
Έρχονται λοιπόν, για πάρα πολλά χρόνια σ' αυτή την πλατεία οι μικροί για να τρυγήσουν τη χαρά που χαρίζει απλόχερα το παιχνίδι, έρχονται όμως και οι μεγάλοι τα απόβραδα και τις σχόλες για να καμαρώσουν τα παιδιά και να θυμηθούν τα δικά τους. Να αναπνεύσουν το δροσερό αεράκι που κατεβαίνει απ' το βουνό. Να κουβεντιάσουν δυο-δυο, τρεις-τρεις για τις δουλειές τους, για τις χαρές και τις λύπες της ζωής. Έρχονται και οι κοπελιές να κάνουν τον περίπατό τους, να πουν τα μυστικά τους. Είναι πραγματικά μια όαση για μικρούς και μεγάλους, για όλους τους κατοίκους του χωριού.
Είχαν περάσει κάμποσα χρόνια μετά το δεύτερο μεγάλο πόλεμο που ματοκύλισε όλη την οικουμένη, όταν μια καλοκαιρινή μέρα έφθασε εδώ ένα μεγάλο μηχάνημα με σιδερένια πέδιλα και κοφτερά μαχαίρια. Κάτι σοβαρό επρόκειτο ν' αλλάξει σ' αυτή την πλατεία. Είπαν πως χρειάζεται ένα γήπεδο για τις ανάγκες των παιδιών για ποδόσφαιρο. Γκρίνιαξαν κάμποσοι χωριανοί, φώναξαν κάποιοι άλλοι να μην θίξουν αυτόν τον ιερό χώρο, αλλά η φωνή τους χάθηκε μέσα στο μούγκρισμα της μηχανής που άρχισε γρήγορα-γρήγορα να ξεσχίζει τις σάρκες της πλατείας, να ξηλώνει με αναλγησία το χρυσαφί χαλί της αγριάδας που το είχε ποτίσει χρόνια τώρα ο ιδρώτας εκατοντάδων παιδιών του χωριού πάνω στην προσπάθεια του παιχνιδιού. Λίγες ώρες χρειάστηκε για να ισοπεδώσει όλο το χώρο της πλατείας και να εξαφανίσει κάθε ίχνος από τα έξι ιστορικά αλώνια. Από τώρα πια εδώ θα έστηνε το βασίλειό της η μάγισσα των γηπέδων, η μπάλλα. Μια νέα σελίδα γύριζε στην ιστορία αυτής της πλατείας.
Λυπήθηκαν πολύ όσοι βρέθηκαν τη μέρα κείνη εδώ κοντά, άλλοι πάλι αποτραβήχτηκαν λίγο πιο πέρα για να μη φαίνονται τα βουρκωμένα μάτια τους.
Ήταν μερικά απ' τα παιδιά αυτής της πλατείας που κάποτε κυλίστηκαν στο χώμα της και κοινώνησαν εδώ από το ποτήρι της χαράς και του γέλιου.
Τις επόμενες ημέρες από το γεγονός, δεν ακούστηκε από τα γύρω δέντρα κελαήδημα πουλιού, ούτε το παραλήρημα του τζίτζικα. Μόνο τις νύχτες ακουγόταν το αργόσυρτο νανούρισμα του τριζονιού και ήταν τόσο λυπημένο, που έμοιαζε σαν πένθιμο εμβατήριο, σαν πονεμένος λυγμός της καμπάνας της Παναγιάς.
Λαογραφικό κείμενο γραμμένο από τον Γιώργο Νάνο
Από τη δημοσίευση στο φύλλο 3 • Μάιος – Ιούνιος 1997 της εφημερίδας μας