“Το κείμενο που ακολουθεί γράφτηκε μετά από συγκεκριμένο αίτημα προς τον γράφοντα από το τότε (1999-2000) Διοικητικό Συμβούλιο του Συλλόγου μας. Δημοσιεύθηκε στο φύλλο 22 Ιούλιος Αύγουστος 2000 που υπάρχει πλέον και στο site μας αναρτημένο εδώ και λίγες μέρες. Για την τωρινή επαναδημοσίευση του στο site του Συλλόγου μας που ενεργείται μετά από αίτημα μελών και φίλων μας , έγιναν οι λιγότερο δυνατές μεταβολές, ορθογραφικές ή συντακτικές οι περισότερες. Ισχύει ως πάγια αρχή και προτροπή ,αυτό που αναφέρεται και στο κείμενο που ακολουθεί πως αποτελεί δηλαδή και αυτό , εν δυνάμει πρόσκληση διαλόγου μέσα από την εφημερίδα ή το site μας , αλλά και από άλλα σημεία. Σταμάτης Δημ. Σπύρου”
Σε προηγούμενο φύλλο της αγαπητής εφημερίδας μας, γράφτηκε ένα μικρό κείμενο για το πέτρινο τσολιαδάκι στην κορφή του σπιτιού του Νίνη. Ήταν βέβαια ελλειπές και δεν ανέφερε, προφανώς από άγνοια του γράφοντα, το όνομα του κατασκευαστή του μικρού αυτού αγαλματιδίου.
Ήταν όμως αυτό το κείμενο η αφορμή για το γραφτό που ακολουθεί και που θέλω να πιστεύω ότι ανοίγει ένα θέμα και σε καμιά περίπτωση δεν το τελειώνει. Να αναφερθεί δηλ. σε κάποια σημεία του θέματος και να δώσει ερεθίσματα και για άλλες αναφορές σ' αυτό. Πιστεύω πως το θέμα είναι σημαντικό και με πλούσιο περιεχόμενο, όχι μόνο για την τοπική μας κοινωνία.
Πρόκειται για το θέμα της παρουσίας μιας μερίδας εργαζομένων του χωριού μας στον τόπο και το χρόνο διαχρονικά καταγραφόμενης.
Στους κτιστάδες πέτρας αναφέρομαι και για να είμαι ακριβής σε κάποιους από αυτούς και στα έργα τους. Σαν εργαζομένων και σαν ανθρώπων μελών της μικρής μας κοινωνίας.
Σαν χρέος τιμής στη συνολική τους παρουσία και την προσφορά τους. Σαν χρέος τιμής προς όλους όσους μέσα από την όποια εργασία τους πρόσφεραν και προσφέρουν στους συνανθρώπους τους. Οι κτιστάδες πέτρας αναντίρρητα κατατάσσονται σε μια από τις πρώτες θέσεις αυτών των συνανθρώπων μας.
Στην αρχή θεώρησα μάλλον εύκολη την υπόθεση της παρουσίασης ενός τέτοιου σημειώματος. Στην πορεία όμως η αίσθηση της ευθύνης απέναντι στους ανθρώπους αυτούς, στα έργα τους, στη συνολικότερη παρουσία τους, βάραινε πάνω μου.
Έτσι προσπάθησα οι πληροφορίες μου να 'ναι όσο γίνεται πιο έγκυρες από ανάλογα έγκυρες πηγές. Φτάνοντας στο σημείο να δώσω το σημείωμα αυτό για δημοσίευση δεν έχω την αίσθηση ότι κάλυψα το θέμα, κάθε άλλο. Ούτε το αντιμετώπισα όσο του αξίζει σε έκταση και βάθος. Πάρα πολλά μπορούν να γραφούν γι' αυτό κι εύχομαι να γραφούν.
Προσωπικά έχω την ικανοποίηση πως αυτή μου πρώτη προσπάθεια είδε το θέμα με αγάπη και σεβασμό. Δεν απέφυγα τον πειρασμό, ανάγκη θα την έλεγα καλύτερα, κοιτώντας στον άνθρωπο & το έργο του να αναφέρω όπου χρειάζεται γενικότερα στοιχεία του τόπου και του χρόνου ή και στοιχεία πιο μακρινά όμως όχι άσχετα.
Το ανθρωπάκι - τσολιαδάκι που από κει ψηλά από το σπίτι του Νίνη κοιτά το χωριό μας μα και μακρύτερα όσο φτάνει το μάτι του, το 'φτιαξε ένας από αυτούς τους μαστόρους, ο μαστρο - Γιώργης Σταμ. Σπύρου. Το 'φτιαξε για να αποδείξει σε έναν Ηπειρώτη μάστορα που δούλευε στο διπλανό σπίτι ότι «πιάνει το χέρι του», αλλά και η ψυχή του θα πρόσθετα εγώ, λέγοντάς του «θα σε κολλήσου στο καταπάνου αγκωνάρι». Και έτσι έκανε. Ο μάστορας αυτός είναι ο πρώτος της γνωστής οικογένειας με το επίθετο Σπύρου της οποίας μέλη συνεχίζουν και σήμερα την τέχνη των Προγόνων τους. Με το ίδιο μεράκι, την ίδια εντιμότητα, την ίδια επιτυχία. Στην οικογένεια αυτή θα αναφερθώ κυρίως.
Η οικογένεια Σπύρου έχει τις ρίζες της στην Ήπειρο και πιο συγκεκριμένα στα Ζαγοροχώρια. Έφτασα μέχρι το σημείο να εντοπίσω την ακριβή προέλευσή τους που φαίνεται πως είναι το χωριό Νεγάδες στο Ζαγόρι Ιωαννίνων. Ο μπάρμπα- Γιώργης Σταμ. Σπύρου ίσως και ο πατέρας του Σταμάτης κατά νεότερες ενδείξεις, ήταν ο πρώτος της οικογένειας που έφτασε αγράμματος και βρακοφόρος στην περιοχή μας, λίγο πριν τα μέσα του περασμένου αιώνα (19ου) στην προσπάθεια που έκανε με άλλα δυο αδέλφια και πιθανόν κι άλλους συντοπίτες τους να βρουν καλύτερη μοίρα από αυτήν του τόσο κλειστού απόμερου & τουρκοκρατούμενου χώρου της πατρίδας τους. Ο μπάρμπα-Γιώργης ήρθε λοιπόν στην περιοχή της Κύμης και με την αξιοσύνη του ρίζωσε.
Το παρατσούκλι του (Μαχούσης) συνεχίζει να ταξιδεύει αγέρωχο στο χρόνο μέχρι σήμερα. Παιδιά του ο Σταμάτης, ο Δημήτρης και η Ευαγγελία (θεία Μπελίνα).
Παιδί του μακαρίτη μπάρμπα-Σταμάτη Γ. Σπύρου, ο Δημήτρης που μαζί με τα δύο αγόρια του, τον Γιάννη που δυστυχώς έφυγε από κοντά μας πολύ πρόσφατα με το κενό της αποσυσίας του να μας βαραίνει οριστικά και τον Χρήστο που ζει στο χωριό συνέχισαν και συνεχίζουν επάξια την παράδοση των προγόνων τους. Παιδί επίσης ο Γιώργος που ως εργολάβος οικοδομών έχει κατασκευάσει πολλά έργα στη Χαλκίδα αλλά και στην περιοχή μας. Τα άλλα παιδιά του μπάρμπα- Σταμάτη δεν ακολούθησαν την τέχνη του πατέρα τους όμως κι αυτών χαρακτηριστικό στη δουλειά τους είναι το μεράκι και η εντιμότητα.
Από τα παιδιά του μακαρίτη μπάρμπα-Δημήτρη Γ. Σπύρου, ο Σταύρος, ο Γιώργος (Μποuκαρέζος), ο Νίκος ασχολήθηκαν κι αυτά με την πέτρα. 0λοι αυτοί της οικογένειας Σπύρου κι άλλοι μαστόροι από το χωριό μας έχουν αφήσει ανεξίτηλη τη σφραγίδα τους στις μετέπειτα εποχές και γενιές. Φαίνεται πως το χωριό μας, με εντονότερη την παρουσία κατοίκων του οικισμού Δένδρα όπου κατοίκησε ερχόμενος εδώ ο μπάρμπα-Γιώργης Σταμ. Σπύρου, ήταν χωριό μαστόρων, που δημιούργησαν πλήθος έργων που τά άφησαν πίσω τους για να τα θαυμάζουμε και να μας παραδειγματίζουν ως σημεία αναφοράς. Πολλά σπίτια που μέχρι σήμερα στέκουν σχεδόν ολοκαίνουρια και πανέμορφα Κι ακόμα εκκλησίες, καμπαναριά αλλά και εργοστάσια. Και ακόμα γεφύρια, τοιχοποιίες, καλντερίμια, φούρνοι, βρύσες, τζάκια και πολλά άλλα. Όσοι έχουν ταξιδέψει στην Ήπειρο και στα Ζαγοροχώρια σίγουρα θα βρίσκουν έντονες τις ομοιότητες των έργων των εκεί μαστόρων και των έργων των μαστόρων του χωριού μας. Είναι φαίνεται κι αυτό ένα αποδεικτικό στοιχείο της συγγένειας της οικογένειας Σπύρου με την Ήπειρο. Και βέβαια δεν είναι μόνο τα έργα που δείχνουν τη συγγένεια των δυο σημείων της παρουσίας των μαστόρων μας. Πολλά χαρακτηριστικά της όλης παρουσίας των μαστόρων του χωριού μας είναι όμοια με αυτά των μαστόρων της Ηπείρου. Τρόπος δουλειάς, συμπεριφορά, χαρακτήρες.
Δούλευαν σε «μπουλούκια» εργαζόμενοι και με ιεραρχία. Πελεκάνοι, κτιστάδες, πηλοφόροι κι από την άλλη τσιράκια, καλφάδες, μαστόροι, με επικεφαλής τον πρωτομάστορα. Η δουλειά τους από ήλιο σε ήλιο με δύο διαλείμματα για φαγητό και αρκετό κρασάκι, ευλογημένα όλα τους. Τα καλοκαίρια μια δυο ώρες κοιμόντουσαν στην οικοδομή και συνέχιζαν. Γιατί το νοικοκύρης μια φορά φτιάχνει σπίτι, δεν είναι αμπέλι να το ξεπλακώνεις κάθε χρόνο» , αυτό πρέσβευαν.
Έντιμοι, πλακατζήδες, γλεντζέδες και προπαντός μερακλήδες. Πάθος για τη δουλειά. Η σχέση τους με την πέτρα σχεδόν «ερωτική». Δεν είναι τυχαία η ρήση του μπάρμπα- Σταμάτη Γεω. Σπύρου πως την πέτρα και τη γυναίκα , όσο τη χαϊδεύεις τόσο ομορφαίνει. Τα έργα τους μίλησαν με τη ζωή και μιλάνε μαζί της ακόμα και στις μέρες μας. Σπρώξανε κι αυτοί τη ρόδα της να κυλήσει. Κι αυτή κύλησε, προχώρησε μπροστά.
Έργα που φτιάχτηκαν και φτιάχνονται για να αντιπαλέψουν τη φθορά του χρόνου, έργα που συχνά θα τα χαρακτήριζες έργα τέχνης.
Οι ανάγκες των πολύ δύσκολων εκείνων χρόνων και των συχνά πολυπληθών οικογενειών τους, τους ανάγκαζαν να ξενιτεύονται όχι μόνο μέσα στην πατρίδα τους αλλά και στο εξωτερικό. Ένα γεγονός που συναντιέται και στους μαστόρους της Ηπείρου. Σε μπουλούκια ξεκινούσαν για τ' αλλού κι επέστρεφαν μετά από πολλούς μήνες.
Έτσι τα ίχνη τους υπάρχουν ανεξίτηλα σε πολλά σημεία της Ελλάδας. Εργάστηκαν και στο εξωτερικό. Η τέχνη τους έχει μπολιάσει την Περσική κουλτούρα όταν πήγαν εκεί γύρω στο 1935-1936 και μάλιστα με ίδια έξοδα και με μεγάλο κίνδυνο που με διάφορους τρόπους ξεπεράστηκε, να γυρίσουν στην πατρίδα χωρίς την αμοιβή των αγχωμένων και ματωμένων μεροκάματων που εκεί κάνανε, για τις ανάγκες επέκτασης του σιδηροδρομικού δικτύου της Περσίας. Έργα τους συναντάς σε πολλά σημεία της χώρας μας. Στη Λαμία με πρωτομάστορα τον Σταμ. Γ. Σπύρου φτιάχτηκε (1948-1950) το Σανατόριο της πόλης που σήμερα έχει λειτουργεί σαν τμήμα του νεότερου Νοσοκομείου. Στη Λάρισα με τον ίδιο πρωτομάστορα φτιάχτηκε (1939-1940) το κτίριο της Αγροτικής Τράπεζας. Πιο κοντά μας στο χωριό Κοντοδεσπότη Ψαχνών φτιάχτηκε η Εκκλησία του χωριού με πρωτομάστορα και δω τον μπάρμπα-Σταμάτη Γεω. Σπύρου. Από τα κοντινά μας έργα αναφέρω μερικά από αυτά και μαζί κάποια σχόλιά μου:
1. Εργοστάσιο μακαρονοποιίας στην Παραλία Κύμης, ο γνωστός «Μύλος Σταματίου στη Λιανάμμο». Παραμένει αγέρωχο και επιβλητικό παρ' ότι καταστράφηκε από πυρκαγιά το 1963. Πρωτομάστορας ο μπάρμπα-Γιώργης Σταμ. Σπύρου. Μια πέτρινη επιγραφή στην είσοδό του μαζί με το σταυρό αναφέρει το έτος 1887.
2. Η γέφυρα των βυθών (μύλος Σαντά) η κυκλική προς πλευρά του Πύργου. Μόνο την αδιαφορία και την εχθρότητά μας φοβάται κι αυτό τα τελευταία χρόνια όταν προκειμένου να εκτελεσθεί ένα θνησιγενές υστερόβουλο έργο (ΚΟΙΣΕΛΙΚ) αποκλείστηκε η δυνατότητα χρήσης του αλλά και η επίσκεψη σ' αυτό έγινε δυσχερής. Ταυτόχρονα καταστράφηκε η θέση «βυθά» που η φύση με μαεστρία είχε φτιάξει και μας είχε αφιλόκερδα παραχωρήσει την, αισθητική και μόνο, ανεκτίμητη αξία χρήσης της. Είναι νομίζω στοιχειώδης υποχρέωση όλων μας των μεταγενέστερων να δείχνουμε περισσότερο σεβασμό σ' αυτά τα έργα που η ζωή για χρόνια τα χρειάστηκε κι αυτά δεν την πρόδωσαν. Ας στρέψουμε λίγο το ενδιαφέρον μας κάπου πέρα από τα εφήμερα κι επιδερμικά. Σαν άτομα αλλά και σαν μέλη της κοινωνίας μας. Απλά πράγματα είναι συνήθως τα χρειαζούμενα. Όπως η πρόσφατη αφιλοκερδής ενέργεια δύο απογόνων του μπάρμπα-Γιώργη Σταμ. Σπύρου του Χρ. Δ. Σπύρου & Στ. Ε. Σπύρου, να καθαρίσουν το πανέμορφο αυτό γεφύρι από τους αδηφάγους κισσούς και τα βάτα που το απειλούσαν, το γεφύρι που για εκατό τόσα χρόνια άφηνε να περνά από πάνω του με ασφάλεια η ζωή, η ελπίδα. Το γεφύρι αυτό κατασκευάστηκε πριν από 110 χρόνια περίπου μετά από επιθυμία του Άγιου Νεκταρίου που πέρασε από το σημείο εκείνο, κι αυτό με τον μπάρμπα-Γιώργη Σταμ. Σπύρου πρωτομάστορα.
3. Εκκλησία Αγ. Γιάννη Θεολόγου στα Δένδρα με το καμπαναριό της. Κατασκευάστηκε το 1897 από τον ίδιο πρωτομάστορα τον μπάρμπα-Γιώργη Σταμ. Σπύρου. Το καμπαναριό το έφτιαξε μετά από επίσκεψή του στην Παναγιά της Τήνου, της οποίας ζήλεψε και αντέγραψε το δικό της. Το σημερινό καμπαναριό, όμοιο με το προηγούμενο, το' φτιάξε ο εγγονός του μπάρμπα-Γιώργη, Δημήτρης Σπύρου (Μαχούσης) με τα παιδιά του Γιάννη και Χρήστο το 1989. Το πανέμορφο αυτό χωριουδάκι δείχνει να χρωστά πολλά από την ομορφιά του σ' αυτό το καμπαναριό που στέκει ψηλά σαν φύλακας άγγελος των φιλόξενων λιγοστών κατοίκων του αλλά και όσων περιοδικά το επισκέπτονται.
Έργα μαστόρων της οικογένειας Σπύρου είναι ακόμα η γέφυρα Μετοχίου με πρωτομάστορα το μαστρο - Γιώργη Σταμ. Σπύρου, το δημοτικό Σκολειό Βιτάλου με πρωτομάστορα το μαστρο-Σταμάτη Γεω. Σπύρου, το καμπαναριό του Αγ. Νικολάου Βιτάλου με πρωτομάστορα το μαστρο-Δημήτρη Σταμ. Σπύρου.
Το εκκλησάκι στο περίβολο του Νοσοκομείου της Κύμης από το μαστρο-Δημήτρη Σταμ. Σπύρου και τα παιδιά του Γιάννη και Χρήστο. Το κτίριο φιλοξενίας και πολλά άλλα μικρότερα έργα στο Μοναστήρι Σωτήρος στην Κύμη από τη σύγχρονη γενιά της οικογένειας, το Γιάννη και το Χρήστο Δημ. Σπύρου. Στον ίδιο χώρο ο Γιώργης Σταμ. Σπύρου έχει κατασκευάσει το υπέροχο μαρμάρινο καμπαναριό δίπλα στην εκκλησία στον κυρίως χώρο του μοναστηριού.
Την περίοδο της κατοχής και αμέσως μετά απ' αυτήν στα χωριά έξω από το Αλιβέρι προς την Κάρυστο και την Κύμη, Αρβανιτοχώρια τα λέμε, κατασκευάστηκαν από μαστόρους του χωριού μας, πολλά πέτρινα σπίτια. Φτιάχτηκαν με πληρωμή «σε είδος», δηλ. σε αγροτικά προϊόντα, που οι κάτοικοι των χωριών αυτών δεν τα στερήθηκαν αλλά είχαν και απόθεμα.
Η αρχική αμοιβή τα πρώτα χρόνια της κατοχής ήταν μια οκά «είδος» στάρι, λάδι κ.λπ. και έφτασε μέχρι τρεις οκάδες κατά εργαζόμενο και για δουλειά από ήλιο σε ήλιο. Μια οκά ζωής για όσους νοματαίους σκέπαζε κάθε οικογένεια που κείνα τα χρόνια δεν ήταν και λίγοι.
Ένα μέσο σπίτι (45-50 τ.μ. ισόγειο και άλλο τόσο όροφος) φτιαχνόταν με περίπου 30 ημερομίσθια τεσσάρων τεχνιτών δηλ. 120 ημερομίσθια και 30 ημερομίσθια ενός ικανού τροφοδότη εργάτη. Δηλαδή σε ένα μήνα με 150 οκάδες είδος ο ιδιοκτήτης αποκτούσε πετρόκτιστο, αθάνατο σπίτι.
Κι αυτά τα έργα έγιναν με πολύ κόπο αλλά και πολύ εντιμότητα. Όπως πάντα. Και επιπλέον με πολύ κίνδυνο αφού συχνά είχαν να κάνουν με έλεγχο από τους κατακτητές. Μου 'λέγε ο μαστρο-Μήτσος Στ. Σπύρου, πως παιδί τότε, πήγαινε συχνά με τα πόδια από το χωριό στα Αρβανιτοχώρια, στον πατέρα του Σταμάτη και τον αδελφό του Γιώργη που δούλευαν μαζί ως μέρος μια πολύ μεγαλύτερης παρέας μαστόρων και εργατών από το χωριό μας, για να τους πάει καθαρά ρούχα και κάποια δικά φαγητά.
Είναι χαρακτηριστική η ιστορία που μου διηγήθηκε ο Γιώργης Σταμ. Σπύρου για κείνα τα χρόνια και που είναι η παρακάτω.
Παραμονή Χριστουγέννων ξεκινήσαμε με τον πατέρα μου, με τα πόδια βέβαια, να γυρίσουμε στο χωριό για 2-3 μέρες ανάπαυσης. Περάσαμε πρώτα από το σπίτι του «αφεντικού» για την πληρωμή μας και φορτωμένοι μ' αυτήν πήραμε το μακρύ δρόμο της επιστροφής στο χωριό. Ο καιρός χιονιάς. Και φαντάζεσαι πόσο βαρύ ήταν το φορτίο των 20 οκάδων στάρι που κουβαλούσε ο πατέρας μου και των 20 οκάδων λάδι που κουβαλούσα εγώ. Το κρύο ήταν δυνατό και έβρεχε. Και μεις σκυφτοί κόντρα στο βοριά, με ελάχιστα λόγια στα χείλια μας και πολύ λαχτάρα στην καρδιά μας προχωρούσαμε. Ο καιρός χειροτέρευσε στη βορινή πορεία μας. Εμείς δεν μπορούσαμε παρά να συνεχίσουμε. Κι αυτό κάναμε. Σιωπηλοί περνούσαμε τα χωριά, σιωπηλοί και φιλύποπτοι οι λίγοι που μας συναντούσαν. Η βροχή δυνάμωνε και μας μαστίγωνε. Σταματήσαμε κάτω από κάποιο ξεστόχι κάποιου σπιτιού στο χωριό Βαρυμπόμπη.
Αφήσαμε το φορτίο κάτω κι ένα μέρος από τον κόπο μας. Είπαμε δύο κουβέντες που η νοικοκυρά άκουσε και άνοιξε το παράθυρο να δει. Στο άνοιγμα ελπίσαμε μα αμέσως απογοητευτήκαμε αφού το κλείσιμο του παράθυρου ήταν γρήγορο και βίαιο. Έτσι συνεχίσαμε.
Η βροχή άρχισε να γίνεται χιονόνερο, ο βοριάς πιο φοβερός. Ώρες βαδίζαμε μόνοι, όλο και πιο μόνοι. Περάσαμε το Αυλωνάρι, το Μονόδρυ. Φτάσαμε στην Κονίστρα όπου ένας νοικοκύρης μας έβαλε για λίγο στο σπίτι του και μας κέρασε κονιάκ, ενώ έξω το χιονόνερο είχε πλέον γίνει χιόνι κι είχε ασπρίσει τα πάντα. Η συμπεριφορά του μας έδωσε κουράγιο το κονιάκ μας ζέστανε κι έτσι ενώ πια σουρούπωνε, πήραμε ξανά το δρόμο που είχε γίνει πιο κοντινός και οικείος.
Το χιόνι έπεφτε συνεχώς μα στο Κακολύρι, μια χωριανή ενδιαφέρθηκε για μας και μας έδωσε, καλή της ώρα, ψωμί και φάγαμε. Το κουράγιο μας ανέβηκε πολύ περισσότερο από το ύψος του χιονιού και συνεχίσαμε το δρόμο μας. Σχεδόν μεσάνυχτα φτάσαμε στο χωριό στο σπίτι, στους δικούς. Το χιόνι πάνω από το γόνατο. Το γυμνό μου γόνατο ... Γιατί, ξέχασα να σου πω, φορούσα κοντό παντελόνι σε όλη τη διαδρομή ....
Σταματώ εδώ με σεβασμό και θαυμασμό για όλους αυτούς τους απλούς, τίμιους και λογικούς ανθρώπους ... Κι έχω την αίσθηση ενός όμορφου, γλυκού ταξιδιού, όλο εκπλήξεις και ενδιαφέροντα. Από εκείνα που η διαδρομή είναι ωραιότερη από την άφιξη. Κι έτσι όπως το σκέφτομαι, μου φαίνεται πως ήταν μόνο ένα μέρος της διαδρομής. Ναι έτσι ήταν ...