Η πλατεία Φροσύνης στους Ανδρονιάνους
Μία εσωτερική, δική μου επιθυμία και η προτροπή κοινών φίλων - δικών μου και της εξαίρετης εφημερίδας "Η Φωνή των Ανδρονιάνων" με παρακίνησαν να γράψω κάτι σχετικό με το χωριό μας, τους Ανδρονιάνους. Φυσικό είναι η επιλογή μου να έχει για πρώτο θέμα τον παραπάνω τίτλο.
Εδώ δεν μιλάω για το σημερινό χωριό μας με τα ωραία, σύγχρονα σπίτια του, ούτε για όσους από τους ανθρώπους του, φίλους μου, είδα και χάρηκα μαζί τους κατά την πρόσφατη επίσκεψή μου εκεί, αλλά για την εικόνα που σχημάτισαν τα παιδικά και νεανικά μου μάτια στις δεκαετίες του 1930 και 1940- εικόνα που έμεινε δροσερή, ανεξίτηλη στη μνήμη μου και που τακτικά ζωντανεύει μέσα μου.
Το χωριό μας, όπως και τα άλλα χωριά της περιφέρειας Κύμης, είναι η εξέλιξη ενός παμπάλαιου ελληνικού μικροοικισμού. Με την πάροδο του χρόνου, ανάλογα με την πολιτιστική πρόοδο και τις οικιστικές ανάγκες των κατοίκων του, γινόταν ανανέωση ή και εγκατάλειψη των παλαιών άβολων σπιτιών ενώ συγχρόνως κτίζονταν, κατά διαστήματα, καινούργιες κατοικίες.
Από τότε που άρχισα να αντιλαμβάνομαι τι γίνεται γύρω μου, να προσλαμβάνω τις πρώτες μου παραστάσεις από το ευρύτερο περιβάλλον, έχουν μείνει στη μνήμη μου εικόνες από μαστορέματα ανακαινήσεων παλαιών σπιτιών αλλά και από αρκετά ερείπια άλλων, τα οποία επειδή δεν εξυπηρετούσαν σύγχρονες ανάγκες είχαν εγκαταλειφθεί, είχαν καταρρεύσει.
Μετέπειτα, οι πέτρες των ερειπίων αυτών έγιναν τοίχοι και πεζούλες. Μερικές από αυτές, οι πιο κατάλληλες, δουλεύτηκαν και χρησιμοποιήθηκαν ως συμπλήρωμα νέων υλικών για την ανέγερση καινούργιων σπιτιών. Οι πέτρες εκείνες είχαν πάνω τους τον κόπο και τον ιδρώτα των παππούδων μας, οι οποίοι με χίλιες δυο στερήσεις έκαναν σκληρό αγώνα επιβίωσης, αφού δεν υπήρχαν τα σημερινά μέσα τα οποία κάνουν τη ζωή άνετη. Όσες από τις μικροσχημάτιστες έμεναν φαίνεται ότι σκορπίστηκαν εδώ και εκεί. Ο τόπος γεμάτος από μικρές πέτρες αποτελούσαν για εμάς, παιδιά τότε, αντικείμενα παιχνιδιών, για τους ζωηρότερους πολεμοφόδια για πετροπόλεμο, στον οποίο διέπρεπαν ο Χρήστος του Βαρελά, η Φώκια του Βιτσιλαίου, το Κουροβάσιλο και άλλοι πολλοί.
Φυσικά, δεν εννοώ τα ερείπια σπιτιών τα οποία καταστράφηκαν κατά την κατοχή 1941 - 44. Από εκείνη την άσπλαχνη τραγωδία έκανε πολλά χρόνια να συνέλθει ο τόπος.
1930: το χωριό ανανεώνεται
Το χωριό από τις αρχές του 1930 βρίσκεται σε μια εντατική προσπάθεια προόδου κα ανάπτυξης. Είχε περίφημους τεχνίτες, μαστόρους σπιτιών. Με τη βοήθεια της πολιτείας κτίζεται το σχολείο, ολοκληρώνεται το καμπαναριό της εκκλησίας, με προσωπική πάλι εργασία ανοίγεται ο δρόμος προς τον κεντρικό άξονα Κύμης - Χαλκίδας. Ο αριθμός των κατοίκων ξεπερνάει τους 900.
Το χωριό ανανεώνεται, κτίζονται νέα σπίτια. Δυστυχώς, κτίζονται και αυτά όπως βόλευε το οικόπεδο του κάθε ιδιοκτήτη δίχως κανείς να υπολογίζει την διαμόρφωση κοινόχρηστου χώρου. Κανείς δεν παραχωρούσε έστω 10 πόντους από την αυλή του για χάρη κοινοτικού δρόμου ή πλατείας. Η διαμόρφωση του εδάφους, η θέση των σπιτιών από παλιά και η όλη χωροδιάταξή τους, μαζί με τη νοοτροπία η οποία επικρατούσε, δεν επέτρεπαν τη διεύρυνση κοινοτικών δρόμων, όπου αυτή μπορούσε να γίνει, ούτε τη διαμόρφωση πλατείας.
Είναι γνωστό ότι η ύπαρξη ευρύχωρης και οργανωμένης πλατείας σ' ένα χωριό παίζει σοβαρό ρόλο στη πολιτιστική του πορεία.
Το χωριό δεν είχε κανονική πλατεία. Ρόλο πλατείας έπαιζαν οι μικρές αυλές των καφενείων ή μαγαζιών, τις οποίες σκίαζαν τα καλοκαίρια μεγάλες μουριές και οι απλωμένες ψηλά κληματαριές.
Ο μεγαλύτερος ισόπεδος χώρος που υπήρχε τον αποτελούσαν συνολικά οι ενωμένες αυλές των σπιτιών της Φροσύνης, του Χιλέφου, του Γιαννάκη και της αδερφής του Άννας στρατηγού Παγώνη. Του Θοδόση είναι στο πάνω μέρος . Το σπίτι της Φροσύνης εισχωρούσε σχεδόν ανάμεσα σ'αυτόν το στενόμακρο συνεχόμενο χώρο, ο οποίος λεγόταν πλατεία. Ήταν η κεντρική πλατεία του χωριού.
Η πλατεία τότε και τώρα
Στην πλατεία αυτή πραγματοποιήθηκαν οι καλύτερες και μεγαλύτερες συγκεντρώσεις. Γνώρισε μεγάλους, τραγικούς καημούς αλλά φιλοξένησε και αμέτρητες ωραίες διασκεδάσεις. Τους πιο περίφημους χορούς στα πανηγύρια. Μικρές και πολλές συγχρόνως ορχήστρες σε διάφορα καφενεία, συνήθως με συμμετοχή του κλαρίνου του Κονδύλη από το Βίταλο, του βιολιού του δεξιοτέχνη Στοφόρου από τον Πύργο, των λαούτων του Κόρου - πατέρα - και του Φίκη και άλλων οργανοπαικτών ενθουσίαζαν με την εξαίσια δημοτική μουσική τους τον κόσμο που παρακολουθούσε με λαχτάρα να πάρει μέρος στο χορό.
Το μεγάλο κέφι έκανε τα πόδια του Βασίλη Μόλαρη με ρυθμική τέχνη να κεντούν στο χορό και τον Μπουκαρέζο, όλο μεράκι, να συνδυάζει τις λεβέντικες χορευτικές ικανότητες του κορμιού του ακριβώς ταυτόχρονα με τις μουσικές νότες και να μη θέλει εύκολα να αφήσει την πρωτιά του χορού.
Ελεγαν ότι ο Γαλανός στα νιάτα του ήταν ο πρώτος στο χορό. Πολλοί επιδέξιοι χορευτές και λυγερές, ωραίες κοπέλες με εκλεκτές τοπικές φορεσιές και μακρυές κοτσίδες άφησαν τις καλύτερες αναμνήσεις.
Αυτός ο χώρος για τον οποίο μιλάμε, εδώ και αρκετά χρόνια περιορίστηκε από διάφορα μικροκτίσματα, στένεψε, χάθηκε η πλατεία. Παρά τη διάνοιξη που έγινε προς την εκκλησία, έμεινε ένας στενός δρόμος. Το κέντρο ασφυκτιούσε. Κατάντησε ένα στενό πέρασμα.
Σήμερα, ο χώρος αυτός, εκεί που βρισκόταν το σπίτι της Φροσύνης, είναι ανοικτός. Το κέντρο αναμορφώθηκε. Ο χώρος άνοιξε. Υπάρχει πλατεία. Η πλατεία Φροσύνης. Μικρή, όχι όσο μπορούσε να συνδυαστεί επεκτεινόμενη σ' όλο το χώρο, μικρή αλλά πλατεία και μάλιστα με ωραία διακόσμηση που ταιριάζει στο χώρο και το περιβάλλον.
Αυτό έγινε χάρη στο ενδιαφέρον και τις θετικές ενέργειες του Προοδευτικού Συλλόγου Ανδρονιάνων της Αθήνας, που ενδιαφέρθηκε να δημιουργηθεί και να κατασκευαστεί αυτή η μικρή πλατεία, έτσι όπως είναι σήμερα, ευπρεπής με την κατάλληλη αρχιτεκτονική διακόσμηση. Αξίζουν θερμά συγχαρητήρια στο Σύλλογο για όλη τη δράση και προσφορά του στο χωριό. Η μικρή αυτή πλατεία έγινε με την κατεδάφιση του σπιτιού της Φροσύνης. Το σπίτι της έπεσε για το καλό του χωριού. Στην εποχή του είχε την αρχοντιά της ωραιότητας και της πληρότητάς του. Είχε τη σφραγίδα της ξεχωριστής προσωπικότητας της Φροσύνης και την αγιότητα της αδερφής της Ελένης, οι οποίες συγκατοικούσαν εκεί μέχρι το 1956. Αρχικά ανήκε στο Γιώργο Καλαμπαλίκη - Χατζή όπως τον έλεγαν - πρακτικό τοπογράφο μηχανικό, θείο των αδερφών.
Η Φροσύνη, ο Βαγγέλης και το Λουξ
Η Φροσύνη παντρεύεται το 1926 τον Βαγγέλη Κωτσή, η Βαγγελαρά, άνθρωπο έξυπνο, δραστήριο και δημιουργικό. Ηταν ψηλός, ωραίος, ευτραφής. Η ίδια, ωραία, εξυπνότατη, λογική και τολμηρή στις αποφάσεις της. Αγαπούσε τον άνδρα της. Χωρίς παιδιά ζούσαν αρμονικά με αμοιβαία τρυφερότητα, απαραίτητο στοιχείο ευτυχίας για ένα ανδρόγυνο. Με τα οικονομικά μεγέθη του χωριού της εποχής εκείνης, μπορούμε να πούμε ότι είχαν Οικονομική άνεση. Τα ενδιαφέροντά τους ήταν ειρύτερα. Τους ενδιέφερε η πρόοδος του χωριού. Και οι δυο τους ήταν πάνω από κάθε μικρότητα. Πάντοτε έδειχναν έμπρακτο ενδιαφέρον για τους φτωχούς και αδύνατους.
Το σπίτι που άφησε ο Χατζής στη Φροσύνη επισκευάστηκε και επεκτάθηκε. Εφυγε το ξύλινο χαγιάτι, απέκτησε ωραία μεγάλα μπαλκόνια με σιδερένια κάγκελα, μοντέρνες πόρτες, παράθυρα όλα σε απαλό μπλε χρωματισμό. Τα κεραμίδια του κόκκινα ευρωπαϊκά. Τα σπίτια τότε σχεδόν στο σύνολό τους ήταν σκεπασμένα με πέτρινες πλάκες.
Τα επιβλητικά τσιμεντένια σκαλοπάτια του με τα γαλάζια τους κάγκελα και τις μεταλλικές λάμες στις γωνιές τους, τακτικά φιλοξενούσαν στο σούρουπο του καλοκαιριού τις χαρούμενες συντροφιές των ωραιότερων κοριτσιών της εποχής: την Αγγέλω, την Μαρία, την Ασπασία, την Μαίρη, την Νίνα, την Ερασμία και πολλές άλλες των οποίων οι χαμηλωμένες, ναζιάρικες φωνές τους ξεσπούσαν πότε - πότε σε δυνατά γέλια και δημιουργούσαν χαρούμενη ατμόσφαιρα στη γειτονιά.
Στο ισόγειο του σπιτιού ο Βαγγελαράς έφτιαξε καφενείο. Το Λούξ.
Το Λούξ έδινε την νύχτα άπλετο φως. Η ψυχαγωγία των πελατών ήταν εξασφαλισμένη από το γραμμόφωνο με πλάκες - δίσκους των 78 στροφών. Το γιλεκάκι, το Τζιβαέρι, η Δημητρούλα ήταν τα αγαπημένα τραγούδια των μερακλήδων.
Δίπλα από το μαγαζί υπήρχε η αποθήκη με τέσσερα μεγάλα βαρέλια κρασί. Στην άκρη το πιθάρι με λάδι. Κάτω από τη σκάλα ήταν το πατητήρι σταφυλιών, Δίπλα προς της Κόλιφνας η παραστιά, ένα είδος καλοκαιρινής κουζίνας. Εκεί η Φροσύνη έφτιαχνε σε μεγάλη ποικιλία νοστιμότατους μεζέδες γι' αυτούς που αγαπούσαν το καλό κρασί. Στη μικρή τσιμενταρισμένη αυλή κάτω από τη δροσερή σκιά της μουριάς με τα μεγάλα, καταπράσινα φύλλα της, καλοί συζητητές έκαναν πολύ ενδιαφέρουσες συζητήσεις. (Αξίζει κάποτε να μιλήσουμε γι' αυτούς τους ανεπανάληπτους
ανθρώπους του χωριού).
Το εσωτερικό του σπιτιού είχε τον αρχοντικό οικιακό εξοπλισμό ενός καλού νοικοκυριού, με διακοσμήσεις και καλοδουλεμένα έπιπλα της μαστοριάς του Νικολού Καλαμπαλίκη, αριστοτέχνη ξυλουργού.
Το ανδρόγυνο Φροσύνη - Βαγγέλης ήδη βρίσκεται στην απογείωση της ευτυχίας του.
Η εκτίμηση και η αναγνώρισή τους από τον κόσμο του χωριού ήταν καθολική. Αυτό φαινόταν στα πρόσωπά τους, τα οποία έλαμπαν από χαρά και από τον κόσμο, ο οποίος ασφυκτικά γέμιζε το μαγαζί τους κάθε μέρα.
Ομως πάντοτε παραμονεύει αδυσώπητη η μοίρα του ανθρώπου, η οποία δεν επιτρέπει να γεύεται όσο αυτός θέλει τους γλυκούς καρπούς των προσπαθειών του.
Η αρχή του τέλους
Το βαρύ κτύπημα για την Φροσύνη και τους δικούς της, έρχεται απροσδόκητα με το θάνατο του άνδρα της. Ο Βαγγέλης πεθαίνει από σάκχαρο το 1940, ασθένεια που δε γνώριζε πως είχε.
Ο άνθρωπος κάνει αγώνα να δαμάσει τη σκληρή του μοίρα. Η Φροσύνη η οποία ξέρει να μάχεται, έρχεται σε σύγκρουση με την οδύνη της. Δεν κάμπτεται. Αναλαμβάνει με αποφασιστικότητα μαζί με τις δουλειές των κτημάτων της και το μαγαζί. Παίρνει μαζί της την αδερφή και το γιό της. Το καφενείο συνεχίζει να δουλεύει με αποδοτικό ρυθμό μέχρι το 1955. Παρόλα αυτά, η ζωή δεν κυβερνιέται απόλυτα και δεν καθορίζεται όπως θέλει ο άνθρωπος, πολύ περισσότερο δεν μπορεί να διατηρήσει τη νεότητά του πέρα από κάποια φυσικά όρια. Το φθινόπωρο της ηλικίας είναι αναπόφευκτο και έχει τις συνέπειές του. Τη ζωντάνια της νεότητας διαδέχεται η κάμψη των γηρατειών. Αυτή την αλήθεια υποτιμούν συνήθως τα δραστήρια άτομα. Το ίδιο συνέβει με τη φροσύνη. Δεν υπολόγισε αυτή τη πραγματικότητα όταν ο ανιψιός της, ώριμος πλέον, την παρακαλούσε να την πάρει μαζί του για το υπόλοιπο της ζωής της.
Ο τόπος μας ήταν πολύ φτωχός για να θρέψει τους ανθρώπους του. Η μετανάστευση και η αλλαγή εγκατάστασης ήταν αναπόφευκτη.
Η Φροσύνη με κανέναν τρόπο δεν άφηνε το σπίτι της, το αγαπημένο της χωριό. Μόνον όταν αρρώστησε λίγα χρόνια μετά, σε μεγάλη ηλικία, όταν δεν υπήρχε κοντά της κανένας να την περιποιηθεί, ήρθαν η αδερφή και ο ανιψιός της και την πήραν μαζί τους. Εζησε κάμποσο καιρό χαρούμενη αλλά μακριά από το σπίτι και το χωριό που είχε στην καρδιά της. Αφησε την τελευταία της πνοή στη Θεσσαλονίκη το 1967. Με το πέρασμα του χρόνου το σπίτι της παρατημένο και λεηλατημένο πάλιωνε αλλά έστεκε όρθιο μέχρι το 1996, ώσπου το Δ.Σ. του Συλλόγου φρόντισε για την κατεδάφισή του και τη δημιουργία εκεί, στο ίδιο μέρος, πλατείας.
Είναι αξιέπαινο το Δ.Σ. του Συλλόγου που τίμησε τη Φροσύνη, δίνοντας το νομά της στην πλατεία, εκεί όπου υπήρχε το σπίτι της.
Οι άνθρωποι φεύγουν από τη ζωή αλλά το πνεύμα, η ψυχή τους πλανάται στην ατμόσφαιρα του τόπου στον οποίο έζησαν και αγάπησαν. Ετσι και η ψυχή της Φροσύνης θα υπάρχει πάντοτε εκεί στη μικρή πλατεία, που υπήρχε το σπίτι της και η δική της δημιουργική ύπαρξη.
Ασφαλώς θα χαίρεται επειδή και μετά το φυσικό της θάνατο είχε κάτι να δώσει στο χωριό της αφού σα ψυχή δεν είχε ανάγκη από υλική κατοικία. Η ψυχή της αόρατη αλλά εκεί παρούσα παρακολουθεί τη ζωή του χωριού από την πλατεία της.
Η μνήμη της μένει παντοτινά.
Θεσσαλονίκη
Κώστας Δ. Παντελής
Οδοντίατρος
Από τη δημοσίευση στο φύλλο 7 • Ιανουάριος – Φεβρουάριος 1998 της εφημερίδας μας