Γράφει η Αρετή Χρυσάγη-Δημητρίου
Τα παλαιότερα χρόνια, τα χωριά και ιδίως τα ορεινά, ζούσαν με τους θρύλους και τα παραμύθια.
Ηλεκτρικό ρεύμα δεν υπήρχε. Τηλεόραση όχι. Το ραδιόφωνο σχεδόν άγνωστο.
Πως να περάσουν τις ατελείωτες νύχτες του χειμώνα; Νύχτωνε στις τέσσερις η ώρα το απόγευμα και ξημέρωνε στις οκτώ το πρωί. Αν μάλιστα έκανε κανένα χιόνι –χιόνιζε συχνά- έμεναν κλεισμένοι στα σπίτια, μέρες, και νύχτες πολλές.
Τότε συγκεντρώνονταν παρέες, παρέες στα γειτονικά σπίτια. Εκεί οι γυναίκες έπλεκαν, έγνεθαν και κεντούσαν κάτω από το φως λυχναριών ή καμιάς λάμπας πετρελαίου. Η νοικοκυρά του σπιτιού τους έφερνε να τρώνε στραγάλια, σύκα, καρύδια, σουτζούκια ή ότι άλλο είχε.
Ύστερα άρχιζαν τα αινίγματα, παραμύθια, και διάφορες ιστορίες.
Πολλοί είχαν το χάρισμα να λένε αυτοσχέδιες ιστορίες, τόσο όμορφα πλασαρισμένες που φαίνονταν σαν πραγματικές. Το κυρίως θέμα όλων αυτών των ιστοριών ήταν τα στοιχειά ή νεράιδες, που κατά καιρούς παρουσιάζονταν σε διάφορους χωριανούς, με ποικίλους τρόπους.
Αυτά ήταν γύρω από ποτάμια, βρύσες και απόμερα μέρη. Έλεγαν ότι είχαν δει στοιχειά και νεράιδες άλλοι στις Κόκκινες ή στα Βυθά ή στην Άργελο, ακόμα και κοντά στο χωριό. Το έλεγαν Λαγονίκα, το παρομοίαζαν με σκυλιά ή μικρά ζώα κι ας το είχαν δει πολλές φορές στο δρόμο Ανδρονιάνων – Καρασαλιάνων, μετά το νεκροταφείο αριστερά.
Όσοι το είχαν δει έλεγαν ότι ήταν πολύ άγριο, έμοιαζε με σκύλο, άγριο.
Είχε μεγάλα αυτιά, πελώρια μάτια, από τα ρουθούνια του έβγαζε θόρυβο και καπνό. Έτρεχε δε σαν αέρας. Το έβλεπες εδώ και αμέσως αλλού. Όταν όμως ήθελε να κάνει κακό, έμενε ασάλευτο. Σε κοίταζε, σε μαγνήτιζε με τα μάτια του και παρέλυες. Αν μιλούσες, αλλοίμονο, έχανες τη φωνή σου και το λογικό.
Όσοι το είχαν δει δεν μίλησαν, έλεγαν μέσα τους πολλές προσευχές.
Τόσο ζωντανές και πειστικές ήταν που από εκεί μόνα τους παιδιά δεν περνούσαν. Αλλά και οι μεγάλοι περνούσαν αν ήταν ανάγκη με αναμμένο φανάρι.
Κάποτε εκλήθησαν για στρατιώτες 5-6 παιδιά από τους Καρασαλιάνους και λίγο περισσότεροι από τους Ανδρονιάνους. Τους είχε έρθει χαρτί να παρουσιαστούν σε δυο μέρες. Είχαν συνήθεια οι νεαροί που θα έφευγαν για στρατιώτες, την προηγούμενη της αναχώρησης να γλεντούν όλοι μαζί.
Επειδή ήταν περισσότεροι από τους Ανδρονιάνους, μεγαλύτερο χωριό, περισσότερα και μεγαλύτερα μαγαζιά το γλέντι να γινόταν για όλους στους Ανδρονιάνους.
Έτσι λοιπόν όλοι συγκεντρώθηκαν στου Χιλέφου το μαγαζί, από νωρίς.
Έφαγαν, ήπιαν, χόρεψαν και σουρωμένοι μετά τα μεσάνυχτα αποφάσισαν να το διαλύσουν.
Έδωσαν ραντεβού για την άλλη μέρα να συναντηθούν στου Κώτσου.
Έφυγαν όλα τα παιδιά των Καρασαλιάνων για το χωριό τους και άλλοι για τα σπίτια τους στους Ανδρονιάνους.
Μόλις έφθασαν στην εκκλησία κάποιος είπε βρε παιδιά που πάμε; Δεν έχουμε κανένα φως. Αν φανεί η Λαγονίκα, τι θα κάνουμε; - Σώπα βρε, είπε κάποιος άλλος. Μακάρι να φανεί να την σκοτώσουμε.
Μόλις περνούν την εκκλησία και κατηφορίζουν, κοιτάζουν απέναντι και τι να δουν; Δύο πελώρια μάτια τους κοίταζαν και τους καθήλωσαν. Σκουντά ο ένας τον άλλον και δείχνει το ξωτικό. Η Λαγονίκα είπε κάποιος σιγανά.
Που να κουνηθούν; Έμειναν καρφωμένοι στο ίδιο μέρος και κοίταζαν. Άρχισαν στην αρχή να λένε προσευχές από μέσα τους ψυθιριστά, τίποτα. Το ξωτικό στη θέση τους να τους κοιτάζει. Ο φόβος τους έκανε να το βλέπουν άλλοτε να μεγαλώνει, άλλοτε να μικραίνει, άλλοτε να χάνεται και να ξαναπαρουσιάζεται.
Πως να προχωρήσουν; Αν τους έπαιρνε τη φωνή και το λογικό; Αν τους κυνηγούσε; Γυρίζουν πίσω. Κάθονται στα σκαλιά της εκκλησίας. Αρχίζουν συζητήσεις. Καθένας λέει τη γνώμη του.
Τότε κάποιος λέει μια ιδέα.
Πάμε να ξυπνήσουμε το Χρήστο του Μαχούση. Είναι εδώ δίπλα. Να μας δώσει το όπλο να σκοτώσουμε τη Λαγονίκα. Θα απαλλάξουμε τα χωριά και θα γίνουμε ήρωες.
Χτυπούσαν και τον ξύπνησαν. Δεν έδινε στην αρχή το όπλο. Είχε αντιρρήσεις. Αυτοί επέμεναν πες, πες τον κατάφεραν του πήραν το όπλο και τρεις σφαίρες. Δεν τους άντεχε άλλο. Χαρούμενοι έτρεξαν προς το στοιχειό. Αυτό στη θέση του. Ο πιο ψύχραιμος πήρε στο χέρι το όπλο και πυροβόλησε. Το στοιχειό έπεσε κάτω, τα μάτια δεν φαίνονταν.
Τρέχουν να αναγγείλουν την εξόντωση της Λαγονίκας. Διηγούνται σ’ αυτούς τους αργοπορημένους τα κατορθώματα. Θέλουν να πάνε μαζί να δουν και να χαρούν παίρνουν λάμπα και φακό. Το χωριό βουίζει. Φθάνουν. Τι να δουν; Ένας γάιδαρος ξαπλωμένος νεκρός.
Είπαν ότι ήταν της χήρας Γρηγόρενας για να ζητήσει αποζημίωση.
Αυτή ήταν η Λαγονίκα. Αυτό ήταν το στοιχειό που έπαιρνε φωνή και λογικό.
Αν δεν γίνονταν όλα αυτά θα ήταν και αυτοί μεταξύ εκείνων που καυχώντο ότι είδαν το στοιχειό.
Η Λαγονίκα θα εξακολουθούσε να υπάρχει για να φοβίζει τους περαστικούς.
Θα ήταν εκεί για να την βλέπουν όσοι περνούσαν φοβισμένοι, με σκέψεις και ταραγμένη φαντασία.
Η θυσία του γάιδαρου απάλλαξε τον τόπο από την ύπαρξή τους.
Τώρα θα πάνε οι στρατιώτες να συναντηθούν με τους άλλους στου Κώτσου.
Τώρα θα βλέπουν όλοι καλά τι είναι αυτό που βλέπουν και όχι να λέμε χωρίς να γνωρίζουμε τι είναι.