ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΠΑΙΔΙΚΗΣ ΖΩΗΣ
ΣΑΝ ΔΙΗΓΗΜΑ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΕΤΑΙ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ 1921-22
Κάθε απόγευμα προς το ηλιοβασίλεμα είχε την συνήθεια ο παππούς μου, να πηγαίνη στον καφενέ, όπως συνήθιζε να τον λέη. Θα ήμουν τότε γύρω στα 5 έως 6 χρονών και με μεγάλη μου χαρά τον ακολουθούσα, γνωρίζων εκ των προτέρων ότι μόλις φθάναμε εκεί, θα μου πρόσφερνε και εμένα κανένα λουκουμάκι, μαζί με τον καφέ που θα έπινε ο ίδιος. Ξεκινούσαμε από το σπίτι, εκείνος μπροστά με το μπαστούνι πάντοτε και με ένα κομματάκι ψωμί στο χέρι, για να εξευμενίση ένα μεγάλο μαντρόσκυλο της γειτονιάς και να μας αφήση να περάσουμε χωρίς γαυγίσματα και χωρίς να τρομάξω εγώ από την τόσο εχθρική του επίθεση και να με προλάβη από αυτού του είδους την λαχτάρα.
Από εκεί και πάνω ο δρόμος ήτο απηλαγμένος από τέτοια ζωντανά. Σιγά, σιγά χαιρετώντας στο δρόμο περαστικούς ή νοικοκυράδες που κάθονταν στις σκάλες τους κάνοντας γειτονιά, φθάναμε στο μαγαζί του θείου Αριστείδη, πρωτότοκου υιού του παππού μου. Τούτο το μαγαζί, μοναδικό στο είδος του στο χωριό μας και στα γύρω χωριά, ήταν γεμάτο από τις δυό πλευρές του με εμπορεύματα κάθε λογής, πανικά, νήματα, ψιλικά, είδη υπόδησης και ενδύσεως και δεν του έλειπε τίποτα σχεδόν από ότι ενθυμούμαι, δηλαδή από είδη γάμων, βαπτίσεων, είδη εμπορορραφτάδων, μαραγκών, σχολικά είδη πλάκες, κοντύλια τετράδια, κιμωλίες, τσαγκαράδων, γανωτήδων, ακόμα, μεγάλη κίνηση έκανε σε άλευρα, πίτουρα, είδη κιγκαλερίας, ακόμα είχε και χαρτόσημα, κρασί, λάδια, τυριά, μέλι, ποτά διάφορα και παν ότι σήμερα πωλείται στα σύγχρονα σούπερ μάρκετ. Χαρακτηριστικό είναι και ετούτο: Όταν κάποιος ανοικοκύρευτος από το χωριό μας, έγραφε στην γυναίκα του, που την είχε παρατήση να του στείλει το διαζύγιο, έλεγε: θα πάω στου Αριστείδη που τα έχει όλα να αγοράσω ένα διαζύγιο να του στείλω. Στη μια γωνιά προς το δρόμο του μαγαζιού ήταν δυό σκάμνες σχηματίζοντας ορθή γωνία, τη μιά από τις δυό σκάμνες έπιανε ο γέροντας και ακουμπώντας πίσω έδινε τη σχετική παραγγελία, άσε που τον είχε προλάβει ο θείος λέγοντας, πατέρα καφές και το λουκούμι για το Γιωργάκα; Με ένα κούνημα του κεφαλιού εδίνετο η παραγγελία. Συνέχεια έβγαζε τα γυαλιά του προσεκτικά, τα τοποθετούσε στην μύτη, έπιανε από το τραπέζι την εφημερίδα και από κει και πέρα βασίλευε απόλυτη σιγή για να διαβάση ο παππούς. Ακόμα και αν έμπαινε κάποιος να αγοράση κάτι, βλέποντας την ιεροτελεστία της ανάγνωσης, το έλεγε χαμηλοφώνως. Αυτές όλες τις κινήσεις που με τόση ακρίβεια εγένοντο και επαναλαμβάνοντο τακτικά, τις ήξερα απ έξω, που λέει ο λόγος. Άλλοι μέσα στο μαγαζί δεν υπήρχαν από νωρίς, γιατί οι άνθρωποι ήταν εργατικοί και δεν είχαν επιστρέψει από τα κτήματα ή και αν είχαν επιστρέψει θα πήγαιναν πιό κάτω που ήταν τα καφενεία στην πλατεία του χωριού.
Όσοι ήρχοντο στο μαγαζί ήθελαν κάτι να ψωνίσουν και αμέσως έφευγαν. Όταν τελείωναν αυτοί οι πελάτες δηλαδή, ήρχετο και η δική μας η σειρά. Τότε μας έφερνε και εμάς τον καφέ και το λουκούμι και μας ρωτούσε πως περάσαμε την ημέρα. Εγώ από λόγια δεν έμενα ικανοποιημένος όσο από το λουκούμι. Για την εποχή εκείνη ήταν σπάνια τα παιδιά του χωριού μας που είχαν τέτοια μεταχείριση να κάθονται στο μαγαζί και να τρώνε λουκούμι. ΄Ενα τέτοιο απόγευμα από τα πολλά και μάλιστα φθινοπωρινό, μια σκιά κύλησε μέσα στο μαγαζί από την πόρτα του δρόμου και σταμάτησε στην άκρη της σκάμνας, έκανε και λίγο σούρσιμο ανακατεμένο με θόρυβο, που έκανε τον παππού να διακόψη το διάβασμα και να στρέψει προς τα εκεί την προσοχή του ατενίζοντας (προς τα εκεί) με περιέργεια τεντώνοντας τα φρύδια προς τα επάνω για να μπορέσει να δη πάνω από τα γυαλιά, βοηθούμενος και από το λιγοστό φως της λάμπας που μόλις είχε ανάψει. Φαίνεται πως είχε αναγνωρίσει αυτόν που μπήκε και είχε κοκαλώσει στην πόρτα. Εσύ είσαι βρε Γιάννη; Έλα καημένε πάρα μέσα να σε δούμε. Έκανε δυό βήματα ακόμα και κάθισε στην άκρη της σκάμνας ακίνητος. Ήταν ο Τσινιάκος . Έτσι τον έλεγαν, λίγο κοντινός συγγενής του παππού και συνομήλικος. Όλη του η ζωή του ανθρώπου αυτού είχε περάσει επάνω στα βουνά κοντά στα γίδια του. Στο χωριό δεν κατέβαινε, παρά μιά δυό φορές το χρόνο, ίσως αυτή να ήταν η πρώτη της χρονιάς που κατέβηκε. Ο Κονδυλάκης περιγράφει τον Πατούχα έτσι και εδώ με τα ίδια λόγια θα μπορούσε κανείς να περιγράψη και τον Τσινιάκο. Αν δεν τον καλούσε ο παππούς μου εκεί στην πόρτα θα στεκόταν ακίνητος και ούτε θα έβγαζε άχνα από το στόμα του. Φορούσε μια λερή φουστανέλα που την έλεγαν πουκαμίσα λίγο πιο κάτω από τα γόνατα, από πάνω κάτι σαν σακάκι σαν γιλέκο και στην μέση μια φαρδιά πέτσινη λουρίδα, στα πόδια τσαρούχια δεμένα με λουριά γύρω στις κνήμες που τα σκέπαζαν χοντρές κάλτσες που τα έλεγαν τσουράπια. Η όλη του η εμφάνιση ήταν κακομοιριασμένη. Εκεί που είχε λουφάξει σαν αγρίμι πάνω στην σκάμνα δεν είχε το θάρρος ή μάλλον την επινόηση να κάνη μισή κίνηση προς τα μέσα και να απαλλαγή από τους γάντζους του κανταριού που ήτο κρεμασμένο από πάνω του και κινδύνευε με την παραμικρή κίνηση να του βγάλη τα μάτια.
Για την εποχή εκείνη ήταν άθλος να κατεβής από το βουνό να πας στο μαγαζί και να μιλήσης με τον δάσκαλο, μεγάλο πράγμα και τούτο. Τί κάνεις ρε Γιάννη, πως πάνε τα γίδια; Ε, πως να πάνε δάσκαλε, ζωντανά είναι, φαϊ θέλουν κάθε μέρα. Γιάννη δεν μου λες, πως θα πάη ο καιρός εφέτος, θά ΄χουμε χειμώνα; Τι να ξέρω και εγώ δάσκαλε. Ο Καζαμίας γράφει πως θα περάσουμε βαρυχειμωνιά. Μωρε Γιάννη με συμπαθάς δεν σε τρατάραμε τίποτα. Φχαριστώ δεν χρειάζεται τίποτα δάσκαλε. Αριστείδη κάνε ένα καφέ στον Γιάννη, χωρίς φυσικά να τον ρωτήσει τι προτίμηση είχε στον καφέ: άραγε ποιός καφές να ήταν αυτός που έπινε σε μαγαζί, ασφαλώς οι όλοι του καφέδες θα μετριώνται στα δάχτυλα του ενός η των δύο χειρών. Όταν ήρθε ο καφές δεν είδα που τον ήπιε γιατί εμένα ο νούς μου είχε καρφώσει σε εκείνη την μαγική λέξη "Καζαμίας". Μήπως είχαμε το θάρρος να ρωτήσουμε όπως ρωτούν τα σημερινά παιδιά, η να διατυπώσουμε απορία; Προς Θεού. Κατά αρχήν κατάλαβα ότι ήταν βιβλίο εκ του γεγονότος ότι ακούστηκε ότι, έγραφε μέσα. Αλλά τι βιβλίο ήταν αυτό που το είχε εκείνος ο ορεσίβιος αγράμματος άνθρωπος, που δεν το είχε ο παππούς μου που στο κάτω κάτω της γραφής ήταν και διανοούμενος. Εκείνο με έκανε να απορώ και να εξίσταμαι. Κοντολογίς έκανα μέσα μου διάφορες σκέψεις και έδινα και από καμιά λύση στο αίνιγμα αυτό. Θα ήταν φαίνεται ο Καζαμίας κανένα μυστηριώδες βιβλίο, μαγικό γραμμένο από μάγισσες και νεράϊδες για τους τσοπάνηδες. Διαφορετικά δεν εξηγείται να το έχει ο Τσινιάκος ο τσοπάνης και να μην το έχει ο δάσκαλος ο διανοούμενος. Οι τσοπάνηδες θα έχουν λοιπόν το προνόμιο, έτσι έβγαλα το συμπέρασμα αυτό και ικανοποιήθηκα. Ούτε σκέψη δεν χωρούσε να ρωτήσω. Αυτά τα μάθαιναν τα παιδιά όταν μεγάλωναν. Οι μικροί δεν έπρεπε να επιφορτίζουν το μυαλό τους με ανώτερες ιδέες. Από τότε δεν ξανάκουσα αυτή την λέξη από τον παππού μου γιατί τον άλλο χρόνο έφυγε από την ζωή.
Μεγάλωσα πήγα στο Δημοτικό και μετά στο Ελληνικό που είχε τρεις τάξεις μετά το τετρατάξιο Δημοτικό. Το σχολείο αυτό ήταν στους Καλημεριάνους μιάμιση ώρα μακριά από το χωριό μας και εκεί επηγαίναμε πεζοπορία κάθε μέρα, βαδίζοντας το περισσότερο δρόμο όλο μονοπάτια μέσα από ρέμματα και νεροφαγώματα και δρομάκια που κάτω τους έχασκαν γκρεμοί. Με βροχές χιόνια το δρομολόγιο γινόταν τακτικά πρωί και βράδυ, λέγω βράδυ διότι είχαμε και απόγευμα δυό ώρες μάθημα εκτός από Σάββατο, που το περιμέναμε πως και πως να έλθη.
Ένα πρωινό πριν ακόμα βγει ο ήλιος, μόλις είχε χαράξει, φεύγοντας για το σχολείο, εκεί προς τα τελευταία σπίτια, η θεία η Σκλαβούνενα όρθια στην σκάλα της περίμενε να περάσουν τα παιδιά για το σχολείο, και του λόγου μου ο πρώτος αφού την καλημέρισα, με σταμάτησε και μου είπε: το βράδυ παιδάτσι μου που θα γυρίσης, μου φέρνεις ένα Καζαμία, και άπλωσε το χέρι της δίνοντας μου ένα δίφραγκο. Το πήρα με ευγένεια δίνοντας της την υπόσχεση ότι θα εκτελέσω την παραγγελία της. Προχωρώντας ήλθαν στον νου μου εκείνες οι παλιές σκέψεις και απορίες και ότι ο Καζαμίας είναι βιβλίο που το πουλάνε και στους Καλημεριάνους.
Πότε άραγε θα φθάσω, έλεγα και ξαναέλεγα. Κάποτε έφθασα και πήγα κατευθείαν στο μπακάλικο που είχε και σχολικά πράγματα, έδωσα το δίφραγκο και ο μπακάλης κατέβασε από το ράφι ένα Καζαμία και μου το έδωσε. Πήρα στα χέρια μου το ξακουστό σύγγραμμα, είδα στο εξώφυλλο εκείνον τον περίφημο αστρολόγο, σαν έναν από τους τρεις μάγους να κοιτάζη τα άστρα από ένα τηλεσκόπιο. Δικαιολόγησα κάπως τον εαυτό μου γιατί αυτό το βιβλιαράκι με το εξώφυλλο είχε κάτι το μαγικό. Μέσα είχε σε κάθε φύλλο τους μήνες και από κάτω τα προγνωστικά για τον καιρό. Ακόμα είχε προβλέψεις για σεισμούς, αρρώστιες, πείνες, ναυάγια, πτώσεις κυβερνήσεων, δολοφονίες κυβερνητών και τόσα άλλα χρήσιμα για κηπουρική, γεωργούς, τσοπάνηδες, δενδροκαλλιεργητές, μονάχα για δασκάλους δεν είχε τίποτα να πη, γι΄αυτό και δεν το αγόραζε ο παππούς μου. Όλη εκείνη την ημέρα το διάβαζα αχόρταγα, έως ότου το βράδυ που γύρισα το παρέδωσα και για τον κόπο μου η θεία η Σκλαβούνενα μου έδωσε ένα κυδώνι που το έφαγα έτσι όπως ήταν μέχρι να πάω στο σπίτι, με λίγες δαγκωματιές.
Όταν αργότερα οικονόμησα και εγώ ένα δίφραγκο αγόρασα το περίφημο Καζαμία. Το πρώτο εξωσχολικό βιβλίο για περαιτέρω επιμόρφωση.
ΧΑΛΚΙΣ 15/3/85
Έγραφον εν έξω Παναγίτσα
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΝΑΝΟΣ
ΔΗΜΟΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΕΝ ΣΥΝΤΑΞΕΙ
από το έτος 1975