Ο αργαλειός, η υφάντρα, το στημόνι, το υφάδι
Στο πατρικό μου σπίτι, δεξιά του, συνέχεια και σε όλο του το μήκος κολλητά είχε, θυμάμαι, μια αποθήκη. Οι τοίχοι της καλοχτισμένοι, η δε στέγη της ήταν μονόριχτη πλακοσκεπής. Το δάπεδό της λίγο ψηλότερο από την αυλή του σπιτιού αλλά χαμηλότερο από την άλλη αποθήκη του σπιτιού μας όπου ήταν τοποθετημένα τα πιθάρια με το λάδι και τις ελιές. Μέσα ήταν βαρέλια. Ήταν η αποθήκη για τα κρασιά. Σε αυτήν έβγαιναν τα ρουξούνια από τα πατητήρια μας γιατί το δάπεδό της ήταν επί τηδες χαμηλότερο.
Ήταν και ένα βαρέλι πολύ μεγάλο, το λέγαμε βαρέλα. Στην μια όψη του είχε μια πορτούλα και εμείς παιδιά μπαίναμε απ' αυτήν μέσα. Παίζαμε, τραγουδούσαμε και τι απόδοση είχε η φωνή μας! Στις αρχές του περασμένου αιώνα που όλο το λεκανοπέδιο ήταν ένας απέραντος αμπελώνας, ήταν το κρασί άφθονο.
Είχα ακούσει απ’ την γιαγιά μου πως κάποια χρονιά δεν είχε καλή τιμή (εξευτελιστική) ο μού στος και τον έχυσαν κατ' ευθείαν στο ρέμα του χωριού που περνά δίπλα (η εκμετάλλευσις των εμπόρων). Όταν ο πατέρας μου επέστρεψε από την Περσία που είχε πάει να εργασθεί, έβγαλε την πλακοσκεπή στέγη, έκτισε τους τοίχους της ψηλά έως το δάπεδο του δεύτερου ορόφου του σπιτιού μας και λίγο χαμηλότερα να μη μπαίνουν τα νερά της βροχής, την σκέπασε με πλάκα από μπετοναρμέ. Στο ύψος της πλακοσκεπούς στέγης τοποθέτησε πάτωμα και ιδιαίτερη σκάλα απ' την αυλή μας. Δηλαδή προσετέθη ένα άλλο σπίτι. Τον χώρο αυτόν τον χρησιμοποιούσαμε σαν αποθήκη γιατί είχαμε μέσα λογιών λογιών συγύρια απ' το νοικοκυριό μας.
Κυρίως όμως ήταν το εργαστήρι μας. Στο ανατολικό του μέρος που είχε το φως περίσσιο απ' το παράθυρο, ήταν τοποθετημένος ο αργαλειός. Πλάι του η μασουρίστρα με τον περίτεχνο τροχό, η ανέμη με τα γνέματα ψηλά το τυλιγάδι, κόσκινο, σίτα, δριμόνι. Στη γωνιά ο χερόμυλος, ο καλλιτεχνικά φιαγμένος απ’ τον πατέρα μου. Δύο σκάφες, η μια από κορμό πλατάνας συμπαγής για να ζυμώνει η μητέρα μου το ψωμί, δύο πινακωτές για τα καρβέλια στο φούρνο και άλλα πολλά πράγματα του νοικοκυριού μας.
Τους ατέλειωτους χειμώνες στην κατοχή θυμάμαι η αδελφή μου η μεγαλύτερη ύφαινε και εγώ διασκέδαζα τυλίγοντας μασούρια στη μασουρίστρα που τα τοποθετούσε στη σαΐτα και ύφαινε. Από μικρό παιδί θυμάμαι θαύμαζα την υφαντική τέχνη. Πώς έβαζαν στη σειρά όλες τις εργασίες που γίνονταν έως ότου καθίσει η υφάντρα στη θέση της να υφάνει, αλλά και πιο πέρα. Η αυλή του σπιτιού μας φθάνει πιο πέρα απ' τη βρύση του χωριού. Η βρύση είναι μέσα στην αυλή αυτή. Η αυλή ανηφορίζει πάνω απ' τη βρύση προς το σπίτι μας. Σ ένα μικρό ίσιωμα που είχαν δημιουργήσει στην επάνω άκρη της και κάτω απ' την πεζούλα με τις αμυγδαλιές, τις τριανταφυλλιές και τα κυπαρίσσια ήταν τοποθετημένοι δύο πάσσαλοι σε σχήμα ύψιλον, μακριά ο ένας του άλλου 1,00-1,20 μ. Ήταν τοποθετημένοι έτσι ώστε να βάζουν επάνω το αντί και να τυλίγουν το στημόνι.
Ήμουν πολύ μικρό παιδί, περίπου 4 ετών. Όμως φωτογράφισαν τα παιδικά μου μάτια κατά τύχη μέρος εργασίας που γιάντευαν το στημόνι και από τότε θαύμαζα όλη αυτήν την περίπλοκη εργασία που κάνουν οι γυναίκες έως ότου έρθει η στιγμή να καθίσει στον αργαλειό η υφάντρα. Όταν μεγάλωσα και πήγα σχολείο, μας δίδαξαν οι δάσκαλοί μας για την Πηνελόπη που ύφαινε και το βράδυ ξεΰφαινε περιμένοντας τον αγαπημένο της Οδυσσέα και σκεφτόμουν πως κάποια θεά δίδαξε στις γυναίκες αυτήν την περίπλοκη τέχνη. Ίσως η θεά Αθηνά. Για να γίνει η κλωστή, στημόνι και το μαλλί να γίνει με το αδράχτι κλωστή υφάδι, γίνονται τόσες εργασίες περίπλοκες που συνδέονται η μία με την άλλη, αλλά είναι τόσο ξεχωριστές.
Θυμάμαι λοιπόν πως ήταν πολλές γυναίκες για να γίνει το γιάντεμα, να τοποθετηθεί το στημόνι στο αντί. Άλλες που ήξεραν και άλλες ίσως να μάθουν κάποιο μυστικό της εργασίας αυτής. Δυο-τρεις ήταν επάνω στους πασσάλους που τύλιγαν, έστρεφαν το αντί και τύλιγαν σ' αυτό το στημόνι. Το αντί ήταν από πολυτελές ξύλο στρογγυλό με διάμετρο περίπου 8 εκ. το δε μήκος του περίπου 1,20 μ. Στη μια άκρη του πολύ πιο χονδρό και σε μήκος 20 εκ. η κεφαλή του. Είχε τέσσερις τρύπες στρογγυλές για να τοποθετούν σ' αυτές ξύλινους μοχλούς στρογγυλούς για να περιστρέφουν εύκολα το αντί και να τυλίγουν το στημόνι. Σε όλο του το μήκος είχε μια εγκοπή βάθους περίπου 1 εκ. για να τοποθετηθεί η πρώτη βέργα, που επάνω της είχαν δέσει το στημόνι και η βέργα χανόταν στο βάθος της εγκοπής αυτής.
Μακριά απ' τους πασσάλους αυτούς περίπου 10 μ. θυμάμαι την θεία Αριστείδαινα. Είχε τυλίξει γύρω από τη μέση της το στημόνι και στη συνέχεια περασμένο πάνω απ' τον ώμο της για να μη της γλιστρά και με το κορμί της κρατούσε αντίσταση κόντρα να τυλίγεται σφιχτά στο αντί το στημόνι. Όλο το στημόνι ήταν οι κλωστές του σαν μια πολύ χοντρή κοτσίδα κόκκινη. Ήταν μιτάρι στημόνι για κουρελούδες. Είχαν δε απλώσει στον τοίχο πέρα απ' τη βρύση πάνω σε στηρίγματα τρείς-τέσσερεις φορές πέρα-δώθε γιατί το στημόνι είχε πολύ μάκρος. Καθώς τύλιγαν το στημόνι, κάθε επτά οργιές μάκρος έβαζαν μια βέργα αγριλιάς. Το μήκος αυτό το έλεγαν πήχη, να ξέρουν πόσες πήχεις έχουν στημόνι. Αφού τύλιγαν στο αντί το στημόνι, το τοποθετούσαν στην ειδική από τάκους υποδοχή στον αργαλειό.
Από την άλλη πλευρά, να γένει το μαλλί κλωστή και να γένει υφάδι, χρειάζεται κόπος, ειδικές εργασίες. Το μαλλί το παίρνουν από τις προβατίνες. Τις κουρεύουν μετά τα μέσα Μαΐου για να πάρουν και αυτές λίγη δροσιά. Έπειτα πρέπει να πλυθεί πολύ καλά και αφού στεγνώσει στον ήλιο πρέπει να ξαστεί. Το ξαίνουν σε εργαλείο που το λένε λαναρά. Αυτό είναι δύο πλαίσια με σύρματα ανοξείδωτα, τοποθετημένα στο εσωτερικό τους, μέχρι το μέσον του μήκους των όρθια, έπειτα κλείνουν με ελαφριά γωνία το ένα πλαίσιο αντίθετα του άλλου. Τοποθετείται το μαλλί ενδιαμέσως και έπειτα σύροντας το ένα πάνω στο άλλο το ξεπλέκουν, το αραιώνουν, γενικά το ξαίνουν. Από το ξασμένο μαλλί παίρνουν μέρος και το τοποθετούν στη ρόκα, μια τουλούπα.
Τοποθετείται η ρόκα στη μέση και στην κορυφή της που είναι τοποθετημένο το μαλλί φτάνει στο ύψος πιο ψηλά απ' το κεφάλι. Από εδώ αρχίζουν να γνέθουν το νήμα. Κυρίως οι γιαγιάδες γνέθουν. Παίρνουν λίγο μαλλί και κάνουν αρχή με τ’ αδράχτι. Τραβούν απ' τη ρόκα λίγο μαλλί και το κάνουν κλωστή στριμμένη. Το αδράχτι είναι ξύλινο και πάχους στο μέσον του περίπου 1-1,5 εκ. και μήκος 0,25-0,30μ. Στο επάνω μέρος είναι τοποθετημένο ένα μικρό άγκιστρο σιδερένιο να περνά ενδιαμέσως το νήμα και να το παρασύρει σε περιστροφή. Στο κάτω μέρος του περνούν ένα σφοντύλι να το βοηθά στην περιστροφή με το βάρος του.
Αφού το νήμα φθάσει σε μήκος μέχρι το γόνατο, για ευκολία με την παλάμη το σέρνουν στριφτά στο μηρό στο πόδι τους και περιστρέφεται με ορμή τ’ αδράχτι, ενώ συγχρόνως τραβούν το μαλλί από τη ρόκα φτιάχνουν το μάλλινο νήμα. Όταν το αδράχτι γεμίσει, μαζεύουν το νήμα σε κουβάρια με πολλά αδράχτια. Έπειτα με το τυλιγάδιτο μαζεύουν σε κοτσόπηχα. Τα τοποθετούν σε ανέμη από καλάμια φτιαγμένη ελαφριά. Παίρνουμε την μασουρίστρα με τον περίτεχνο τροχό και από το κοτσόπηχο μασουρίζουμε το νήμα και φτιάχνουμε μασούρια μεγάλα τόσο να χωρούν στη σαΐτα και η υφάντρα περνά τη σαΐτα επιδέξια ανάμεσα στα στημόνια και συμπυκνώνει το υφάδι της (νήμα) χτυπώντας το με το χτένι που είναι αναρτημένο στην κορυφή του αργαλειού σε ειδική υποδοχή. Όμως ως τη στιγμή που θα καθίσει η υφάντρα να υφάνει, πρέπει να γίνουν και άλλες εργασίες ακόμα περίπλοκες. Ο αργαλειός ο δικός μας ήταν κατασκευασμένος σαν πλαίσιο 1,00μ. πλάτους και μήκους περίπου 2,00μ. τοποθετημένο σε τέσσερεις στύλους κολώνες ύψους 1,70μ. περίπου από ξύλο πλατάνας. Μέχρι 0,50μ. ύψος είχαν πάχος 0,15μΧ0,15μ. που ήταν και η πρώτη στρώση και στο ύψος αυτό ήταν το κάθισμα της υφάντρας.
Από εκεί και επάνω είχαν διαστάσεις 0,06μΧ0,15μ. περίπου στραμμένες προς το μήκος του αργαλειού. Στο ύψος 0,80μ. ήταν τοποθετημένο σε ειδικούς τάκους το πίσω αντί. Στη θέση της υφάντρας εμπρός της το αντί ήταν τοποθετημένο σε δύο κολώνες στο ύψος της ποδιάς της για να μην εμποδίζονται οι κινήσεις της. Στο μέσον του μήκους και όσο φτάνουν τα χέρια της υφάντρας ήταν αναρτημένα από το πλαίσιο της οροφής του τα μιταρόξυλα με τα μιτάρια, τα χτένια, τα καρούλια Οι τεχνίτριες περνούσαν το στημόνι μέσα από τα μιτάρια το ένα στην επάνω θέση του ενός και στην κάτω θέση του επόμενου μία μία κλωστή του στημονιού. Έπειτα απ' τα χτένια, ανάμεσα στα δόντια τους και τα έδεναν σε μια βέργα που την τοποθετούσαν στην ειδική εσοχή στο εμπρός αντί. Χαμηλά στο δάπεδο ήταν οι πατήθρες λοξά τοποθετημένες, γερτές προς τα εμπρός και αναρτημένες σε ειδικά λεπτές σιδερένιες βέργες για να μένουν σταθερές στο μήκος, να μην τεντώνουν με την πολλή χρήση.
Πατώντας τις εναλλάξ ανέβαζαν ή κατέβαζαν τα μιτάρια και δι' αυτών το στημόνι. Αφού στήριζαν στο εμπρός αντί τη βέργα με το δεμένο σ' αυτή στημόνι, άρχιζαν να υφαίνουν σεντόνι ή κουρελού ή κουβέρτα. Πατώντας τη μια πατήθρα έως το έδαφος άνοιγε το στημόνι στο μέσον και εμπρός απ' το χτένι και με μια επιδέξια κίνηση η υφάντρα με το χέρι της περνούσε τη σαΐτα με το υφάδι ανάμεσά τους απέναντι. Με τo χτένι που ήταν αναρτημένο σε κατάλληλη θέση και σε ειδικό πλαίσιο τοποθετημένο κτυπούσε το υφάδι, το ίσιωνε και το συμπύκνωνε. Έπειτα με την ίδια επιδεξιότητα περνούσε τη σαΐτα από δεξιά προς τ' αριστερά και αφού είχε πατήσει την άλλη πατήθρα και είχε ανοίξει το στημόνι προς διασταύρωση χτυπούσε πάλι με το χτένι το υφάδι, το ίσιωνε και το συμπύκνωνε. Κατ' αυτόν τον τρόπο έκλεινε μέσα στο στημόνι που διασταύρωνε το υφάδι και σχημάτιζε το ύφασμα. Όμως για να κρατηθεί στο ίδιο πλάτος το ύφασμα, χρησιμοποιούμε την ξύγκλα. Το εργαλείο αυτό το σχηματίζουν δυο σιδερένια ελάσματα με δόντια στα άκρα τους, για να εισχωρούν στο ύφασμα δεξιά και αριστερά στα άκρα και κουμπώνουν στο μέσον με δύο εξοχές του ενός που μπαίνουν σε δύο υποδοχές (τρύπες) του άλλου και κρατούν σταθερά το ύφασμα στο ίδιο πλάτος.
Τα δύο αντιά έχουν υποδοχές στα άκρα τους που μπαίνουν ξύλινοι μοχλοί και τα κρατούν σταθερά ακίνητα. Όταν γεμίζει με υφάδι η ποδιά εμπρός από την υφάντρα έως πλησίον εις το χτένι βγαίνουν οι μοχλοί απ' τα δύο αντιά και τυλίγει στο εμπρός αντί η υφάντρα το ύφασμα και αφού τοποθετήσει τους μοχλούς στη νέα θέση συνεχίζει την ύφανση. Το στημόνι για σεντόνια είναι διαφορετικό από το στημόνι για κουρελούδες. Αυτό είναι πιο χονδρό, ισχυρό από μιτάρι κόκκινου χρώματος. Όταν τελείωνε το στημόνι και γενικά η ύφανσις η υφάντρα αν ήταν ανύπανδρη και ήταν σε ηλικία γάμου έπαιρνε την τελευταία
βέργα απ’ το αντί (απ' το στημόνι), ντυνόταν και έβγαινε περίπατο δήθεν για κάποια δουλειά στους δρόμους του χωριού. Το όνομα που είχε αυτός που θα συναντούσε πρώτο ή άκουγε να φωνάζουν κατά τύχη κάποιον θα παντρευόταν νέο που είχε το όνομά του. Θα ήταν τρισευτυχής να άκουγε ή συναντούσε άνθρωπο που είχε το όνομα εκείνου που λαχταρούσε ή ονειρευόταν να παντρευτεί. Δεν ξέρω αν μεσολαβεί ο θεός, ή τύχη, αλλά συμβαίνει και είναι πέρα για πέρα αλήθεια.
Μάιος 2015
Γεώργιος Σ. Σπύρου