Γράφει η Αρετή Χρυσάγη-Δημητρίου
Η εγκατάλειψη του πατρικού εδάφους και η εγκατάσταση σε ξένο έδαφος προερχόταν κυρίως από οικονομικούς λόγους και κατ’ ελάχιστον από άλλους λόγους. Είχαμε ηπειρωτική μετανάστευση και υπερπόντια σε Αμερική, Καναδά και Αυστραλία κ.λπ. Η Αίγυπτος υπήρξε μία από τις κυριότερες χώρες προς την οποία εστράφη ο Ελληνισμός. Στις αρχές του αιώνα μας άρχισε το αυξανόμενο ρεύμα μεταναστών στην Αμερική.
Η Αμερική τότε είχε ανάγκη εργατικών χεριών και οι δικοί μας ανάγκη εργασίας. Έφευγαν τα βαπόρια γεμάτα να πάνε στην Αμερική να δουλέψουν. Είχαν προηγηθεί πόλεμοι, ανταλλαγή πληθυσμών, φτώχια, ορφάνια που έδιωχναν ακόμα και κοπέλες να πάνε να παντρευτούν με άγνωστους που έβλεπαν σε φωτογραφίες το γαμπρό και ο γαμπρός σε φωτογραφίες τη νύφη. Στο χωριό μας και γενικά στην περιοχή μας δεν είχαμε όμοιες καταστάσεις. Τα αίτια ήταν οικονομικά. Κάθε οικογένεια είχε μερικά κτήματα, τα έσπερνε και ζούσαν.
Όταν όμως είχε πέντε-έξι παιδιά και έπρεπε να μοιραστούν τα κτήματα δεν μπορούσαν να ζήσουν. Γι’ αυτό τα παιδιά εγκαίρως στρέφονταν σε διάφορες τέχνες, σε σπουδές και στη θάλασσα. Γίνονταν ναυτικοί. Ταξίδευαν με τα καράβια και όταν έβρισκαν καμιά καλή ευκαιρία έβγαιναν σε διάφορες χώρες. Στην αρχή δούλευαν σε ξένες δουλειές και σιγά-σιγά γνωρίζονταν, μάζευαν μερικά χρήματα και έκαναν δικές τους δουλειές. Εστιατόρια, ξενοδοχεία και διάφορες επιχειρήσεις.
Έστελναν μετά προσκλήσεις σε φίλους και συγγενείς να πάνε να δουλέψουν. Δουλειές εδώ δεν υπήρχαν και πρόθυμα πήγαιναν. Πολλοί έπαιρναν και τις οικογένειές τους. Αυτοί είχαν και κόρες ανύπαντρες οι οποίες εκεί παντρεύονταν με γνωστούς. Άλλοι που ήθελαν να παντρευτούν, γνώριζαν τις εδώ οικογένειες και εγίνοντο προξενιά. Έτσι δημιουργούσαν δικές τους οικογένειες, έκαναν παιδιά, εγγόνια και έμεναν μονίμως στην Αμερική.
Όσοι πήγαιναν αφήνοντας εδώ τις οικογένειες ήταν πιο δύσκολα τα πράγματα. Έστελναν γράμματα και χρήματα υπό την μορφή εμβασμάτων που ήταν μια σπουδαία πηγή ευημερίας. Όταν όμως αργούσαν να γυρίσουν άρχιζαν οι στενοχώριες. Έφευγαν αφήνοντας μικρά παιδιά και γυρίζοντας τα έβρισκαν μεγάλα. Ζούσαν μακριά από τα παιδιά τους. Τα παιδιά δεν έβλεπαν τον πατέρα τους και οι γυναίκες τους άνδρες τους.
Προσπαθούσαν να μαζέψουν λίγα χρήματα για να γυρίσουν. Οι γυναίκες διαμαρτύρονταν. Σε κάθε γράμμα έγραφαν πότε θα έρθεις. Ένας απαντούσε. Θέλω να έρθω μα είμαι μακριά δεν είναι εύκολο. Έγραφε: Να ήταν η Αμερική στη μάντρα του Τσινιάκου με το κεφάλι θα έδινα να ερχόμουν κατά κάτου. Κάποτε τα κατάφερε και γύρισε. Από το χωριό μας και την
περιοχή μας είχαμε και έχουμε πολλούς μετανάστες που προόδευσαν Έκαναν δικές τους δουλειές. Είχαν δικές τους οικογένειες με παιδιά και εγγόνια. Έτσι μένουν εκεί μονίμως. Δούλεψαν τίμια. Φέρθηκαν στους ξένους με πολύ καλούς τρόπους. Αγαπήθηκαν και τους σεβάστηκαν όλοι. Αναδείχτηκαν σπουδαίοι άνθρωποι στις δουλειές τους και στις οικογένειές τους. Έκαναν υπερήφανο το χωριό μας και την Ελλάδα. Βοήθησαν πολλούς να μεταναστεύσουν και έδιναν και χρήματα σ’ αυτούς που είχαν ανάγκη. Μετανάστες είχαν στείλει χρήματα να αγοραστούν τα στρωσίδια της εκκλησίας μας και άλλα που εχρειάζοντο. Μετανάστης έδωσε τα χρήματα να κτιστεί η εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα, είχε φέρει χρήματα προίκα της κόρης του. Την κόρη την έχασε ξαφνικά και τα χρήματα τα έδωσε για να φτιαχτεί από τα θεμέλια ο Ναός του Αγίου Σπυρίδωνα. Όσοι έμειναν και μένουν μακριά ακολουθούν τη θρησκεία μας, τα ήθη και έθιμά μας. Όπου και αν βρίσκονται νιώθουν και είναι Έλληνες. Έρχονται κατά διαστήματα σαν τουρίστες να δουν την πατρίδα τους συγγενείς και φίλους και να ξαναφύγουν. Όσοι πήγαν για λίγα χρόνια και γύρισαν έφεραν χρήματα. Άλλοι έφτιαξαν σπίτια, πάντρεψαν κόρες και έζησαν τα παιδιά τους και οι ίδιοι καλά. Άλλοι έβαλαν τα λεφτά στις Τράπεζες και με τον πόλεμο του 1940 τα έχασαν.
Όπως και να έγινε αφού γύρισαν στην πατρίδα ήταν ευχαριστημένοι. Γνώρισαν ξένα μέρη, έφεραν χρήματα και πέρασαν καλά. Οι δυσκολίες οι πολλές ξεχάστηκαν γιατί υπήρχαν και δυσκολίες. Πέρασαν πόλεμοι. Το 1922, το 1940. Σκοτώθηκαν πολλά παλικάρια. Ακολούθησε φτώχια, ορφάνια. Δουλειές πουθενά. Χωριά μισογκρεμισμένα. Τα βαπόρια έφευγαν γεμάτα Έλληνες να πάνε στην Αμερική να δουλέψουν. Έφευγαν και κοπέλες να πάνε να δουλέψουν ή να παντρευτούν. Παντρεύονταν με άνδρες που τους γνώριζαν από φωτογραφία και οι γαμπροί το ίδιο πάλι τις γνώριζαν από φωτογραφίες. Αυτά συνέβαιναν περισσότερο στην Μακεδονία γιατί ήταν πολλοί πρόσφυγες και προσφυγοπούλες. Ένας συγχωριανός έγραψε βιβλίο με θέμα «οι νύφες». Στις δικές μας περιοχές δεν τα γνωρίσαμε. Τα γνωρίζουμε τώρα με τους πρόσφυγες και λίγους μετανάστες.
Έρχονται με βάρκες και βουλιάζουν και πνίγονται πολλοί. Αυτοί που γλιτώνουν δεν έχουν μέρος να μείνουν. Μένουν σε πλατείες χωρίς στέγη, χωρίς φαγητό, χωρίς δουλειά. Τι θα
γίνουν τόσοι άνθρωποι; Ποιες χώρες θα μπορέσουν να τους δεχτούν ανθρώπινα; Τους λυπόμαστε, τους σκεπτόμαστε, αλλά τι μπορούμε να κάνουμε; Πάντως οι δικοί μας μετανάστες ή έμειναν εκεί ή γύρισαν, έζησαν πολύ καλά.