ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΜΠΑΡΜΠΑ ΚΩΤΣΟ
Ένα μεγάλο ευχαριστώ σε όλους εσάς τους ανθρώπους του Συλλόγου, που με τόση προσπάθεια, διάθεση και αγάπη συμβάλλετε στην έκδοση της εφημερίδας του χωριού μας, επί τόσα χρόνια και βοηθάτε να παραμένουν «ζωντανές» οι μνήμες των συγχωριανών μας που «έφυγαν» από κοντά μας, γιά να τους θυμούνται οι μεγαλύτεροι και να τους γνωρίζουν οι νεώτεροι. Ιδιαίτερα να σας ευχαριστήσουμε γιά το εξαιρετικό αφιέρωμα στον παππού μας τον Κώτσο και να μοιραστούμε κάποιες δικές μας μνήμες.......................
Ο ΔΙΚΟΣ ΜΟΥ ΠΑΠΠΟΥΣ
====================
- Δέσποινα , το βλέπεις το βουνό;, ρώτησε ο παππούς μου την καλή μας γειτόνισα, μικρό κοριτσάκι τότε.....
- Ναί Μπάρμπα Κώτσο, το βλέπω !
- Πόσα μάτια το είδανε Δέσποινα ;
- Πολλά Μπάρμπα Κώτσο!
- Και που πήγαν όλα αυτά τα μάτια;
Μέσα από ανάλογες διηγήσεις, προσπαθώ και σήμερα να μάθω τον παππού μου τον Κώτσο. Να τον ανακαλέσω μέσα από τις παιδικές μου μνήμες, απ’όσα μου έλεγε ο πατέρας μου ο Νικάκος, το μοναδικό παιδί του παππού, αλλά και οι συγχωριανοί μου , που άν και έχει περάσει κοντά μισός αιώνας από το θάνατό του, τον θυμούνται και τον αγαπούν μέχρι σήμερα.
Σίγουρα ήταν ένας άνθρωπος με δυνατή προσωπικότητα. Μποέμ και Φιλόσοφος, ανεξάρτητος και εξωστρεφής, φιλόξενος αλλά και λίγο απόμακρος, όπως άλλωστε όριζαν οι κανόνες της εποχής που έζησε. Το μικρό μαγαζάκι ήταν τόπος συνάντησης, καλωσορίσματος και αποχωρισμού γιά όλους τους ταξιδιώτες που έρχονταν ή έφευγαν από το χωριό γιά να πάνε είτε μέχρι τη Κύμη είτε μέχρι την Αθήνα κατεβαίνοντας με τα γαϊδουράκια φορτωμένα κόφες με καλούδια, γιά να τα πάνε ή να τα στείλον στα «παιδιά» στην Αθήνα ή αλλού.
Από το μαγαζάκι αυτό πέρασαν άνθρωποι απλοί , επιστήμονες, ταξιδευτές, ο καθένας αφήνοντας το στίγμα του και παίρνοντας εκτός από τη σοφία του παππού κάποιο λουκουμάκι -το επίσημο τρατάρισμα της εποχής- συνοδευόμενο με καφέ, τσίπουρο ή αυτοσχέδιο μεζέ με ρετσίνα αλλά και την «προχωρημένη» γιά την εποχή λεμονίτα που διατηρούσε παγωμένη στην μεγάλη πήλινη λεκάνη γεμάτη κρύο νερό από το πηγάδι.
Έξω από το ίδιο αυτό μαγαζάκι – κατά διήγηση του πατέρα μου- ο παππούς, λεβέντης και επιβλητικός σήκωσε το χέρι και σταμάτησε το αυτοκίνητο του τότε βασιλιά Παύλου που έκανε επίσκεψη στην περιοχή μας, κρατώντας ένα δισκάκι με τρία άδεια ποτηράκια και ένα κατοσταράκι κρασί , που αφού τα γέμισε παρουσία των «υψηλών» επισκεπτών, ήπιε πρώτος προλαβαίνοντας την όποια αντίδραση του υπασπιστή και τσουγκρίζοντας με τον τότε Βασιλιά που δέχθηκε ευχάριστα το κέρασμα.
Έτσι ήταν ο παππούς, τολμηρός και θαρραλέος, ικανός να «αντιμετωπίσει» όποιον είχε απέναντί του, αντλώντας τη σοφία του μέσα από τα ακούσματα και τους ήχους της φύσης.
Οι εγγονές του
Ρούλα και Μαρία Χρυσάγη
Δικηγόροι
Αθήνα Μάρτης 2015