Ο μπάρμπα – Κώτσος ήταν άνθρωπος μετρημένος, λιγομίλητος, ευθύς. Ζούσε πάντα στο πρακτορείο του, που μπροστά απ’ αυτό περνούσε ο δρόμος και το λεωφορείο έκανε στάση μπροστά στην πόρτα του.
Για τους ταξιδιώτες ήταν μια φιλόξενη φωλιά, και για τους περαστικούς τους αργοπορημένους κι όταν η ώρα ήταν περασμένη, ή ακόμα άλλοι σούνταχα κατέφθαναν κι αν η πόρτα του ήταν κλειστή, κανείς δεν σκεφτόταν μην τον ξυπνήσουν, κτυπούσαν την πόρτα, σαν να’ ταν σπίτι τους και ο μπάρμπα – Κώτσος με τη βαρειά φωνή του φώναζε: «Τώρα, ανοίγω». Δεν έδειχνε ίχνος δυσφορίας για την ακατάλληλη ώρα κι όλοι λογάριαζαν ότι ήταν καλοδεχούμενοι. Ιδίως το χειμώνα στα κρύα, στο χιόνι, στη βροχή, ζεστοκοπούσε τον καθένα που ανακουφιζόταν στη ζεστασιά της σόμπας, έπιναν το κρασάκι τους με το μεζεδάκι το βρισκούμενο, με ότι πρόχειρο είχε, κουβέντιαζαν ανέμελα, μερικοί σιγοτραγουδούσαν κιόλας, έπαιρναν δυνάμεις κι ανηφόριζαν κατά το χωριό.
Δεν ανεχόταν τις φωνές, τα’ άγαρμπα αστεία, τις φιλονικίες. Ήξερε τις προτιμήσεις του καθενός κι ανάλογα φερόταν.
Μια φορά μπήκε ο πατέρας μου, κάθισε στο τραπεζάκι κι ευθύς ο μπάρμπα – Κώτσος φώναξε:
-«Μαριγώ, κάνε ένα σκέτο καφέ».
Ήρθε αχνιστός ο καφές, τον δοκιμάζει και σιωπηλά τον αφήνει. Απ’ την γωνιά του τον παρατηρεί, έρχεται με το αργό του βήμα και ρωτάει:
-«Γιατί δεν πίνεις τον καφέ σου;»
-«Με συγχωρείς, αλλά είναι λίγο γλυκός. Άφησε δεν πειράζει…»
-«Μαριγώ, δεν είπα σκέτο καφέ;»
Πλησιάζει η θεία Μαριγώ και δειλά απολογείται:
-«Μα έβαλα μία στάλα ζαχαρίτσα, να μην καταπιεί φαρμάτσι.
Και η απάντηση:
-«Να κάνεις ότι σου λένε κι όχι ότι σου κατέβει».
Μια άλλη φορά ήρθε μια παρέα σχεδόν μεθυσμένη. Ήπιαν πάλι κρασάκι και σε λίγο άρχισαν τα μαλώματα. Σηκώθηκε ο μπάρμπα – Κώτσος φουρκισμένος.
-«Άντε σηκωθείτε γρήγορα και φύγετε! Εδώ έρχονται νυκοκυραίοι κι όχι καυγατζήδες. Όξω τώρα, να πάτε στα σπίτια σας να ξεθυμάνετε.»
Άρον άρον βγήκαν τρικλίζοντας.
Μετά έγινε ο καινούριος δρόμος, οι ταξιδιώτες άφησαν το φιλόξενο καταφύγιο και τρύπωσαν στο απρόσωπο στέγαστρο, τουρτουρίζοντας το χειμώνα με δύσκολες συνθήκες.
Ο μπαρμπά – Κώτσος έμεινε μονάχος, ώσπου κλείδωσε το ζεστό πρακτορείο και αποτραβήχτηκε.
Όταν πήγαινα στη στάση δεν έμπαινα ποτέ από στέγαστρο, άλλωστε μόνο καλοκαίρι απολαμβάνω το χωριό.
Τότε περνούσα απέναντι, έπαιρνα τ’ αχνάρια του παλιού δρόμου και με θλίψη χαιρετούσα το φιλόξενο πρακτορείο. Μετά, έμαθα ότι κατεδαφίσθηκε. Δεν ξαναπήγα. Ίσως θα μπορούσε να μπει μια πινακίδα. Στάση Κώτσου! Που να θυμίζει έστω τ’ όνομα του ωραίου αυτού ανθρώπου.
Λέλα Λέρτα – Μουλαγιάννη
Δεκέμβρης 2014