Στην εποχή του όλο το χωριό κρεμόταν απ’ τα χέρια του. Για τους φτωχούς Άγιος Ανάργυρος. Διότι απ’ αυτούς ποτέ δεν έπαιρνε αμοιβή, αλλά βοηθούσε όσο μπορούσε. Με χρήματα, με φάρμακα. Γιατί παράλληλα με την ιατρική του επιστήμη είχε σπουδάσει και φαρμακευτική. Στο σπίτι του, στο ισόγειο είχε ράφια σ’ ένα δωμάτιο που το είχε κατάλληλα διαμορφώσει, με πολλά γυάλινα βάζα γεμάτα φάρμακα που απ’ έξω είχε γράψει πότε, πως και γιατί θα το έπαιρνε ο ασθενής.
Ακούραστος, ξενυχτούσε σε δύσκολες περιπτώσεις, στο προσκέφαλο του αρρώστου και ανακούφιζε με την παρουσία του τον ασθενή και την οικογένεια.
Θα αναφέρω μόνο δύο παραδείγματα.
Ένα απομεσήμερο ήρθαν δύο χριστιανοί από το Μετόχι. Έλα γιατρέ, του λένε παρακλητικά, το παιδί μας είναι βαριά άρρωστο. Θα μας πεθάνει. Έλα θα σε πάμε και θα σε φέρουμε εμείς. Φόρεσε το επανωφόρι του, πήρε την τσάντα του και τους λέει, πάμε.
Βραδιάζοντας έφθασαν στο Μετόχι. Κοίταξε προσεκτικά το παιδί, τους είπε από τι υπέφερε το αγόρι, κάθισε να πιει ένα ποτήρι νερό, ενώ ο πατέρας του παιδιού του έβαλε στην τσέπη του κάποια χρήματα. Ακούστε, τους είπε, το παιδί το έλιωσε η διάρροια. Θα πάτε τώρα ν’ αγοράσετε ρύζι να τρώει και θα το ποτίζετε με ριζόνερο. Η μάνα κι ο πατέρας είπαν διστακτικά, ότι δεν είχαν χρήματα για ν’ αγοράσουν ρύζι. Έβγαλε αμέσως τα λεπτά που του είχαν δώσει, έβαλε το χέρι του στην άλλη τσέπη, έβγαλε όσα χρήματα είχε, τα ακούμπησε στο σκαμνί και είπε: Μ’ αυτά θα πάρετε ό.τι χρειάζεται και θα σωθεί το παιδί.
Απ’ το χωριό μας μια απελπισμένη μάνα φώναξε το γιατρό να δει τα δύο άρρωστα παιδιά της. Πήγε το εξέτασε προσεκτικά. Το ένα είναι πολύ βαριά, δεν μπορούμε να το γλυτώσουμε. Το άλλο θα σωθεί, είπε, αλλά πρέπει αμέσως να φύγετε για να το πάτε σε νοσοκομείο στην Αθήνα. Πώς να πάμε; Δεν έχουμε λεφτά για να φύγουμε. Ετοιμάσου εσύ και το παιδί και πάμε αμέσως στο σπίτι μου. Ήρθε στο σπίτι με τον πατέρα, μπήκαν βιαστικά μέσα, άνοιξε ένα συρτάρι, πήρε αρκετά χρήματα, τα παρέδωσε στα χέρια του γονιού λέγοντας: Με αυτά θα φθάσουν να πάτε, να μείνετε όσο χρειάζεται και να γυρίσετε με το παιδί γερό. Άντε καλό ταξίδι και να γυρίσετε με το καλό. Έφυγαν, έφθασαν στο νοσοκομείο και γύρισαν με το παιδί γερό.
Πέρασαν τα χρόνια, ήρθαν τα γηρατειά κι ο γιατρός δε μπορούσε να δώσει γιατρικά στην αγιάτρευτη αρρώστια των γερατειών. Και το χωριό; Γενικώς απόν. Οι ευεργετούμενοι ξέχασαν τις ευεργεσίες και τον ευεργέτη τους. Μέσα στους ελάχιστους, μόνο η γυναίκα εκείνη που σώθηκε το παιδί της δε λησμόνησε την καλοσύνη του γιατρού και κάθε φορά που ζύμωνε, έκανε και μια κουλούρα (φρατζόλα), τη τύλιγε σε άσπρη πετσέτα, την άφηνε στο τραπέζι του γιατρού και σιωπηλά έφευγε.
Στην άκρη της αυλής του αρχοντικού του, στον τοίχο υπάρχει μια μικρή μαρμάρινη πλάκα που αναφέρει το όνομα του γιατρού χωρίς να προσθέσουν έστω μια μικρή λέξη, έστω τη λέξη ευεργέτης που να δείχνει στους νέους τι περίπου προσέφερε ο γιατρός Γεώργιος Παγώνης!
Λέλα Λέρτα – Μουλαγιάννη
Καραγιώργη 46, Νέο Ηράκλειο Αττικής