Ακούμε πολλούς Έλληνες με διευθυντικές θέσεις σε υπουργεία, πανεπιστήμια, στη δικαιοσύνη κ.λπ., κ.λπ. που λένε σήμερα, ότι η κρίση στην Ελλάδα δεν ήρθε ξαφνικά. Όλοι είχαν αντιληφθεί τον επερχόμενο κίνδυνο από χρόνια. Δεν περίμεναν όμως να φτάσει αυτό το τσουνάμι τόσο γρήγορα και σε τέτοια έκταση.
Αφού τα γνώριζαν γιατί δε μιλούσαν; Γιατί δεν αντιδρούσαν;
Μας άφησαν να φτάσουμε στο χείλος του γκρεμού. Γιατί αποκοίμιζαν το λαό; Δεν ήξεραν τη δύναμή του όταν εκινείτο εγκαίρως; Γιατί μας έφεραν σ’ αυτήν την απελπιστική θέση με ανεργία, χρέη, κλείσιμο εταιρειών και καταστημάτων, ελάττωση μισθών και συντάξεων; Μα θα μου πείτε για νέα μας τα λες; Όλοι τα ξέρουμε. Όλοι τα ζούμε ποιος λίγο ποιος πολύ.
Προ ημερών διάβαζα ένα βιβλίο που μέσα είχε ένα απόσπασμα αφηγήματος του Τσέχωφ. Νομίζω ότι κάπως ταιριάζει στην κατάστασή μας και θέλησα να σας το μεταφέρω.
Το αφήγημα έχει τίτλο «Ένας αριθμός». Παρουσιάζονται δύο πρόσωπα, ένας Ρώσος πατέρας με μεγάλη θέση και μια δασκάλα η δεσποινίς Ιουλία. Ο κύριος αυτός είχε τη δεσποινίδα Ιουλία στο σπίτι του πληρώνοντάς την για τη φροντίδα των δύο παιδιών του στα μαθήματα.
Η δεσποινίς Ιουλία στο αφήγημα αντιπροσώπευε τον άβουλο ανθρώπινο τύπο που δεν τολμά να αντιδράσει και να διεκδικήσει τα δικαιώματά της και συχνά πέφτει θύμα οικονομικής και κοινωνικής εκμετάλλευσης. Ενώ ήταν καλή στη δουλειά της δεν αντιδρούσε. Ο πατέρας των παιδιών θέλησε να την συνεφέρει.
Γράφει:
Φώναξα κάποια μέρα τη δεσποινίδα Ιουλία στο γραφείο μου να την πληρώσω.
― Κάθησε της είπα να κάνουμε το λογαριασμό.
Συμφωνήσαμε 30 ρούβλια το μήνα.
― Σαράντα, είπε δειλά-δειλά.
― Όχι, όχι, τριάντα είπαμε. Τάχω σημειώσει. Λοιπόν έχεις δυο μήνες εδώ.
― Δύο μήνες και δεκαπέντε ημέρες είπε σιγανά.
― Δύο μήνες ακριβώς τά ’χω σημειώσει.
Λοιπόν 60 ρούβλια. Πρέπει να βγάλουμε 9 Κυριακές και 3 εορτές. Δε δουλεύατε τις Κυριακές πηγαίνατε περίπατο με τα παιδιά. Τρεις γιορτές μας κάνουν 12 ρούβλια το μήνα.
― Καλά ότι πείτε είπε, ενώ έγινε κατακόκκινη και άρχισε να τσαλακώνει την άκρη του φουστανιού της.
― Ο γιος μου ο Κόλιας ήταν 4 ημέρες άρρωστος δεν κάνατε μάθημα. Μόνο με τη Βαρβάρα κάνατε. Τρεις μέρες είχατε πονόδοντο και η γυναίκα μου σας είπε να αναπαυθείτε. Αφαιρούμε και μας μένουν 41 ρούβλια. Σωστά;
― Δεν άνοιξε το στόμα της, δεν είπε μιλιά ενώ άρχισε να τρέμει το σαγόνι της και την έπιασε νευρικός βήχας.
― Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς σπάσατε ένα φλιτζάνι τσαγιού με το πιατάκι. Βγάζουμε 2 ρούβλια αν και έκανε περισσότερο γιατί ήταν οικογενειακό κειμήλιο.
Μια μέρα δεν πρόσεξες τον Κόλια. Ανέβηκε ο μικρός στο δέντρο και έσκισε το σακάκι του. Βγάζουμε 10 ρούβλια. Άλλη μια μέρα ενώ ήσουνα στο σπίτι κάποιος μπήκε και έκλεψε τα μποτάκια της Βαρβάρας. Πρέπει νά ’χεις τα μάτια σου τέσσερα. Πρέπει να προσέχεις τα πάντα. Γι’ αυτό σε πληρώνουμε. Λοιπόν 2 το φλιτζάνι, 10 το σακάκι και 5 τα μποτάκια 17 ρούβλια μας μένουν 24.
Στις 10 του Γενάρη σου δάνεισα 10 ρούβλια.
― Όχι, όχι δεν έγινε αυτό είπε τρέμοντας ενώ μιλούσε μουρμουριστά.
― Μα το έχω σημειώσει.
― Αφού το έχετε σημειώσει καλά. Εγώ θυμάμαι μόνο ότι μόνο από τη γυναίκα σας μια μέρα πήρα 3 ρούβλια.
― Μπα, εγώ αυτά δεν τα έχω σημειώσει. Πώς μου ξέφυγαν;
Άρα 10 από μένα και 3 από τη γυναίκα μου 13. 24 βγάζουμε 13 και μένουν 11.
― Τα μάτια της Ιουλίας γέμισαν δάκρυα. Κόμποι, ιδρώτας γυάλισαν στο μέτωπό της. Μα δεν έβγαλε άχνα. Κακόμοιρο κορίτσι είπα μέσα μου.
Της έδωσα τα έντεκα ρούβλια.
Τα πήρε με τρεμουλιαστά δάχτυλα, τα έβαλε στην τσέπη και ψιθύρισε σιγανά ευχαριστώ.
― Πετάχτηκα όρθιος. Με έπιασαν τα δαιμόνιά μου. Και γιατί με ευχαριστείς; Της είπα.
― Για τα χρήματα.
― Μα εγώ διάολε σε έκλεψα, σε λήστεψα και μου λες ευχαριστώ;
― Άλλοι μπορεί να μη μου έδιναν τίποτα.
― Φυσικά δεν θα σου έδιναν τίποτα έτσι που τα δέχεσαι όλα.
Σου έκανα μια φάρσα για να σου γίνει σκληρό μάθημα. Πάρε τα 80 ρούβλια. Τα είχα έτοιμα μέσα στο φάκελλο.
Μα γιατί δε μιλάς, δε φωνάζεις, γιατί στέκεσαι άβουλη σα χαζή ενώ δεν είσαι;
Μπορείς να ζήσεις έτσι σ’ αυτόν τον κόσμο. Φώναξε όσο μπορείς, πάτα πόδι, τρίξε τα δόντια σου.
Ξύπνα! Δείξε τη δύναμή σου! Σήκωσε το ανάστημά σου. Κάνε ότι μπορείς για να σωθείς και να σώσεις και άλλους. Να σε φοβούνται, όχι να φοβάσαι.
Μπορούμε να πούμε κι εμείς «ΑΦΥΠΝΙΣΟΥ ΙΟΥΛΙΑ» να σωθείς κι εσύ και η χώρα σου. Να αποκτήσεις πάλι τη χαμένη σου αξιοπρέπεια. Όρθωσε το ανάστημά σου! ΜΠΟΡΕΙΣ!