Νοτιοανατολικά του Αλιβερίου, πέρα από τον κάμπο του και πάνω από το χωριό Μηλάκι, υψώνεται ορεινός όγκος με δύο κύριες κορυφές. Η πρώτη κορυφή είναι ο προφήτης Ηλίας. Εκεί ψηλά στην κορυφή έχουν χτίσει εκκλησία προς τιμή του Προφήτου και πλήθος κόσμου ανεβαίνει έως εκεί από τα γύρω χωριά και από το Αλιβέρι την παραμονή (από βραδύς) της εορτής του.
Πάρα πολλοί μετά την αγρυπνία, κοιμούνται εκεί ψηλά για να εκκλησιαστούν την επόμενη ημέρα στην γιορτή του. Παίρνουν μαζί τους χονδρά κλινοσκεπάσματα που τα μεταφέρουν με τους ημιόνους τους για να σκεπαστούν το βράδυ στον ύπνο. Εκεί πάνω κάνει πολύ κρύο τη νύχτα παρότι η γιορτή του είναι στο μέσον του καλοκαιριού. Τη δεκαετία του 1940 νεαρός τότε έτυχε να πάω όταν συνέπειπτε στην εορτή του να εργάζομαι στο πλησίον χωριό, αλλά επέστρεφα μετά την αγρυπνία στο χωριό κάτω.
Μια φορά όμως πήγα από το χωριό Κουτου-Μουλα με γνωστούς ντυμένος με υποκάμισο λευκό. Έκανε ζέστη ανυπόφορη. Θα κοιμόμασταν εκεί το βράδυ. Εκείνοι ευτυχώς είχαν πάρει χονδρά κλινοσκεπάσματα μαζί τους. Ήξεραν πόσο κρύο κάνει εκεί τη νύχτα. Το βράδυ, τα μεσάνυχτα έκανε τόσο κρύο ως αν να ήμουν γυμνός μέσα στο χιόνι -και τώρα που το θυμάμαι κρυώνω.
Την άλλη κορυφή τη υψηλότερη την έλεγαν Τσιλικόκα. Μεταξύ δε των δύο αυτών κορυφών, χαμηλότερα όμως, εκτείνεται ένας λίγο επικλινής αυχένας, καλλιεργήσιμη όμως έκταση, τότε, η Χιλιαδού. Έσπερναν εκεί λαθούρι και παρήγε πολύ σοδειά. Στο χώμα της φαίνεται ευδοκιμούσε πολύ το λαθούρι (φάβα) για αυτό την έλεγαν Χιλιαδού, παρήγε χιλιάδες οκάδες.
Απέναντι και βόρεια απ’ αυτά τα βουνά, υψώνεται μια άλλη μικρότερη κορυφογραμμή. Τη σχηματίζουν τα βουνά, η μια κορυφή πίσω από το χωριό Βέλος και την πιο ψηλή κορυφή πίσω από το χωριό Κουτου-Μουλα, έπειτα κάμπτεται νότια και χαμηλώνει πίσω προς τη λίμνη Δύστος. Ανάμεσα σε αυτά τα βουνά εκτείνεται μια κοιλάδα περίπου δύο χιλιόμετρα μήκους. Ξεκινά από το Μηλάκι, στην αρχή στενή, μα όσο προχωρεί γίνεται όλο και πιο πλατιά, χωρίς διέξοδο όμως και στο βάθος της κοιλάδος, στη μασχάλη που σχηματίζουν αυτά τα βουνά καθώς συναντώνται, είναι κτισμένο το χωριό Καλέτζι, τώρα Πράσινο.
Αριστερά καθώς μπαίνουμε σε αυτήν την κοιλάδα, απ’ το Μηλάκι, στην κορυφή ενός λόφου σε σχήμα πυραμίδος, είναι κτισμένο ένα επιβλητικό ενετικό κάστρο, και το αντικρίζει ο πύργος του Κουτου-Μουλα. Όλα τα βουνά αυτά είναι κατάφυτα από μικρά δένδρα, θάμνους αγριελιάς. Όπου όμως σχηματιζόταν ρεματάκι μέσα στο χωριό αλλά και σε όλο το μήκος της κοιλάδος στις μικρές όχθες του, ήταν θάμνοι καναπίτσας. Οι κάτοικοι του χωριού ήταν τότε γεωργοί μα κυρίως κτηνοτρόφοι, τσοπάνηδες.
Όλες οι οικογένειες είχαν το κοπάδι τους με γίδια. Χιλιάδες έβοσκαν στις πλαγιές των βουνών. Στη Νότια πλευρά των βουνών προς τη θάλασσα του Ευβοϊκού, η πλαγιά πίσω από τη Χιλιαδού είχε λησφακιές. Στις ρίζες τους θυμάμαι ήταν πλήθος σαλιγκάρια, όχι άγρια αλλά φαγώσιμα. Μπορούσε κάποιος να τα μαζέψει με τις χούφτες. Μου φαινόταν περίεργο, παράξενο το πλήθος των σαλιγκαριών γιατί στα χωριά μας, της Κύμης, κάπου κάπου βρίσκαμε από κανένα στα χωράφια μας. Πιο χαμηλά στους πρόποδες των βουνών προς τη θάλασσα, στη θέση Παναγιά ή στη θέση Τζερεβιά που το έδαφος δεν ήταν πολύ επικλινές αλλά αρκετά ομαλό, είχαν χωράφια που τα έσπερναν. Είχαν μαντριά για το κοπάδι τους και κτίσματα για να μένουν τα βράδια ή να τυροκομούν.
Σε αυτό το χωριό (Καλέτζι) τη δεκαετία του 1940 κτίσαμε πολλά σπίτια. Μέναμε πολύ καιρό εκεί. και πιο πολύ γνώριζα τους νέους παρά στο χωριό μου. Ο πατέρας μου μάστρο Σταμάτης (όπως τον έλεγαν) ήταν ο αρχιτεχνίτης του συνεργείου, ο εργολάβος. Συμφωνούσε με τους ιδιοκτήτες την τιμή του έργου και κατεύθυνε την κατασκευή του. Για όλες τις εργασίες, που εξελίσσονταν ώστε να κατασκευασθεί η οικοδομή, τη γνώμη, τη συμβουλή, την καθοδήγηση, την ευθύνη, και όχι μόνο. την είχε ο πατέρας μου. Πρώτος σε όλες τις εργασίες. Λατόμος για την εξόρυξη της πέτρας και των αγκωναριών, κτίστης για την ορθή θεμελίωση και τον τρόπο κτισίματος. Λιθοξόος για το πελέκημα, τη λάξευση των γωνιολίθων (πιο άριστος από άριστος σε αυτό). Οι άλλοι τεχνίτες, κτίστες ήξεραν μόνο να κτίζουν. Ο αρχηγός του συνεργείου ο αρχιτεχνίτης ήταν ο πελεκητής των αγκωναριών, αυτόν συμβουλεύοντο οι κτίστες. Υλοτόμος για την κοπή δέντρων και κατασκευή πρεκιών, μαραγκός για την κατασκευή της στέγης των σπιτιών και την τοποθέτηση των κεραμιδιών.
Ήταν ιδιοφυία, ξεχωριστός άνθρωπος
Τότε ήμουν νέος, σχεδόν έφηβος. Μπορεί να ήμουν βέβαια πλάι του, τεχνίτης συμπαραστάτης του, σε όλες τις εργασίες, παρόλο το νεαρό της ηλικίας μου, αλλά πάντα βοηθός του.
Πέρα όμως απ’ όλα αυτά, διαρκώς εκπαιδευόμουν σε όλες τις αποχρώσεις της τέχνης και για αρκετά ακόμα χρόνια.
Ήθελε να με βλέπει να ανεβαίνω με προσπάθεια, σταθερά όμως, για να φθάσω στην κορυφή της γνώσης σε κάθε τομέα της τέχνης.
Ήταν υπερήφανος για ’μένα, θυμάμαι όταν στα δεκαπέντε μου χρόνια κτίζαμε σπίτια με τοίχους από λιθοδομή. Με χαρά έλεγε πόσο όμορφη όψη παρουσίαζε η τοιχοποιΐα που έκτιζα.
Ακόμα έλεγε σε κάποιον πολύ γνωστό του, όταν με πρωτόπαιρνε μαζί του στην εργασία (ήμουν παιδί ακόμα τότε) σαν να εξομολογείτο κάποιο μυστικό απόκρυφο, πως οι κινήσεις μου στην εργασία ήταν όμοιες με τις κινήσεις του πατέρα του. Οι κινήσεις μου στη δουλειά ήταν όμοιες με του παππού μου. Σαν να βλέπω τον πατέρα μου να εργάζεται έλεγε. Ίσως να είναι αυτό η κληρονομική συνέχεια. Διότι εγώ δεν γνώρισα τον παππού μου, να τον ιδώ πώς εργάζεται, να τον μιμηθώ. Είχε φύγει απ’ τη ζωή πολλά χρόνια πριν έρθω εγώ. Ίσως είναι αυτό που λένε οι σημερινοί επιστήμονες, το DNA.
Του έδινα τόση χαρά άθελά μου.
Πολλές φορές για την εξόρυξη της πέτρας (που χρειάζεται για να κτισθεί μια οικοδομή) συγκροτούσε συνεργείο από ανθρώπους συγγενείς. Προσπαθούσε να τους βοηθήσει να έχουν και αυτοί εργασία να ζήσουν. Με σφήνες από χάλυβα (ατσάλι) που τους τοποθετούσε κατά τη διεύθυνση που είχαν τα νερά του πετρώματος, τεμάχιζε τεράστιους βράχους. Πάντα μόνος του ετοίμαζε με ματρακά και βελόνι τις υποδοχές να τοποθετηθούν οι σφήνες (δεξιοτέχνης σε αυτό ουδείς κατόρθωσε να τον φτάσει ή έστω να τον πλησιάσει) και χτυπώντας με βαριά με τη σειρά και ρυθμικά τους σφήνες, τεμάχιζε τους μεγάλους ογκόλιθους. Τα μικρότερα κομμάτια πέτρας τα τεμάχιζαν με χτυπήματα βαριάς οι ειδικοί και δυνατότεροι της παρέας και οι υπόλοιποι απεμάκρυναν τις πέτρες έξω του λατομείου. Στο χωριό Λέπουρα, στο χωριό Βέλος, στο Καλέτζι κατ’ αυτό τον τρόπο είχαμε εξορύξει πέτρα για την κατασκευή σπιτιών. Μάλιστα δε είχαμε εξορύξει την πέτρα που χρειάστηκε να κτισθεί ο Ναός στο χωριό Καλέτζι. Εδώ όλα τα σπίτια ήταν πετρόχτιστα. Δεν υπήρχε τότε τσιμέντο να κατασκευασθούν όπως σήμερα, με οπλισμένο σκυρόδεμα (beton arme). Πέτρα υπήρχε άφθονη στο χωριό αυτό. Στο ίδιο το οικόπεδο γινόταν λατομείο ή εκεί πλησίον της οικοδομής. Παντού υπήρχαν ογκόλιθοι που διακόπτοντο μεταξύ τους με λίγο χώμα.. Το πέτρωμα ήταν μαρμαροειδές (όχι λευκό) λίγο σκούρο το χρώμα του προς το πράσινο αλλά στο πελέκημά του όμως πολύ γλυκό, με πολύ λεπτούς συνεχείς κρυστάλλους. Επειδή δεν υπήρχε τσιμέντο τότε να κατασκευασθούν ούτε τα πρέκια των θυρών και των παραθύρων με μπετόν, αντ’ αυτού τοποθετούσαμε ξύλο δρυός. Το ξύλο της δρυός είναι σκληρό, πολύ ανθεκτικό στις καιρικές μεταβολές, κάνει σχισμές αλλά αντέχει πολύ και στο χρόνο.
Πίσω και χαμηλά στις πλαγιές των βουνών, στα κτήματά τους στη θέση Παναγιά, ή στη θέση Τζερεβιά, ή πάνω (ψηλότερα) απ’ τη λίμνη Δύστος υπήρχαν πολλές βελανιδιές και αρκετές απ’ αυτές ήσαν αιωνόβιες. Εκεί πηγαίναμε με τον πατέρα μου και κόβαμε βελανιδιές με πριόνι μεγάλο (καρμανιόλα) και τσεκούρι. Παίρναμε τον κορμό τους και τον τετραγωνίζαμε με το τσεκούρι όσο ο ίδιος ο κορμός το επέτρεπε. Ήταν αρκετά ευθύς. Με πριόνι καταρράκτη τώρα τον τεμαχίζαμε και ετοιμάζαμε τα πρέκια για τις πόρτες και τα παράθυρα ως αν χονδρά μαδέρια μήκους όσον ήταν ο κορμός 2.00-2,50 μέτρα πάχους περίπου 12 εκατοστών και πλάτους 0,22-0,25μ. Θέση για πριόνισμα με καταρράκτη ετοιμάζαμε επί τόπου ή κάπου εκεί πλησίον σε κάποια πεζούλα. Και όλες αυτές οι εργασίες εγίνοντο στην ερημιά. Για να πάμε στη θέση Παναγιά ή Τζερεβιά, έπρεπε να βαδίσωμε δύο ώρες ν΄ ανέβουμε στο βουνό να περάσουμε από τη Χιλιαδού και να κατεβούμε χαμηλά στα χωράφια τους προς τη θάλασσα του Ευβοϊκού.
Τα βράδια μέναμε εκεί. Ο ιδιοκτήτης είχε πάρει μαζί του κλινοσκεπάσματα, για να σκεπαστούμε το βράδυ στον ύπνο. Έφευγε το πρωί, πήγαινε στο χωριό με τον ημίονό του και μας έφερνε φαγητό και νερό προς το μεσημέρι. Το νερό το μετέφερε μέσα σε ειδικό δοχείο, την καρδάρα και το πίναμε μέσα από κουτί κονσέρβας ή με το καπάκι της καρδάρας. Αυτό ήταν το κύπελλο για όλους μας. Το φαγητό ήταν απλό, αλλά πολύ πλούσιο, συνήθως τυρί τηγανητό με αυγά (ή Ντιγανιστή) όπως το έλεγαν. Τυρί και αυγά υπήρχαν σε αφθονία σε αυτό το χωριό.
Αυτό γινόταν και όταν κτίζαμε κάποιο σπιτάκι στο κτήμα τους για πρόχειρη διαμονή.
Θυμάμαι με πόσο κέφι και χαρά πηγαίναμε να εργασθούμε σε αυτά τα απομακρυσμένα μέρη, στην ερημιά, με μόνη συντροφιά τα εργαλεία μας σαν να φεύγαμε για εκδρομή. Όλη αυτή την ταλαιπωρία, το βάσανο που υποφέραμε εκτεθειμένοι από το πρωί ως το βράδυ μέσα στο λιοπύρι- γιατί δεν είχαμε ίσκιο ούτε για μια στιγμή να καλυφθούμε και πολλές φορές υστερημένοι και από το νερό- τη διασκεδάζαμε με ένα τραγούδι ή με ένα αστείο ή με κάποιο ανέκδοτο ταιριασμένο στη μοναξιά μας.
Όλα αυτά, το μόχθο την κούραση, την ανταλλάσσαμε με ένα φθηνό μεροκάματο όχι μόνο εγώ αλλά και ο αρχιτεχνίτης ο πατέρας μου μαστρο Σταμάτης με τόσες τεχνικές γνώσεις, με τόση πείρα και απόδοση και ευθύνη αμοίβετο όσο και ο απλός τεχνίτης ο άπειρος, ο ανεύθυνος. Είμαστε όμως ευχαριστημένοι και χαρούμενοι γιατί μέσα από όλες αυτές τις γνώσεις του εξασφαλίζαμε εμείς οι συγγενείς και όλοι οι εργαζόμενοι στο συνεργείο συνεχή εργασία και εξ αυτής τα αγαθά για να επιβιώσουμε εμείς και οι οικογένειές μας.
Γεώργιος Σ. Σπύρου - Μάρτιος του 2011