Ειδική φορολογία στο κρασί υπάρχει σήμερα μόνο που ο συντελεστής της είναι μηδενικός. Ενυπάρχει λοιπόν η δυνατότητα επιβολής τέτοιου φόρου , δυνατότητα που γίνεται φόβος μετά τα τόσα και τόσα που μας συμβαίνουν τα τελευταία ιδιαίτερα χρόνια, άσε που γύρω – γύρω το φέρνουν οι σύγχρονοι φορολογούντες ισοπεδωτές.
Το αίτημα λοιπόν «μακριά από το κρασί και το κρασάκι οι φόροι και οι φορολογούντες» δεν είναι ανυπόστατο ούτε βέβαια και άδικο. Φόρος στο κρασάκι αν θα μπεί θα είναι φόρος στην καρδιά του λαού μας , στην παρέα του, στην παρηγοριά του, στο στήριγμα των καημών του. Θα φτωχύνει δραματικά την καθημερινότητα του και με αυτή την έννοια θα έχει στοιχεία ακραίας αναλγησίας και κοινωνικού εγκλήματος.
Το αίτημα αυτό αποδεικνύουν και οι γραφές πως είναι διαχρονικό και αρκεί προς τούτο να διαβάσετε το παρακάτω χαρακτηριστικό από τον τίτλο του ακόμα ποίημα του Γεωργίου Σουρή που δημοσιεύθηκε στο φύλλο αρ.2 της σατυρικής εφημερίδας Ο ΡΩΜΙΟΣ της 9 Απριλίου 1883 και το οποίο σε αναδημοσίευση κυκλοφόρησε με την εφημερίδα ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ στο φύλλο της Δευτέρας 2-12-2013.
Για προφανείς λόγους το παρουσιάζομε στο μεγαλύτερο τμήμα του όπως υπάρχει στον αναδημοσιευόμενο ΡΩΜΗΟ εκτός από την στο σύνολο αντιγραφή του . Είναι το πρώτο ποίημα του Γεωργίου Σουρή, στο μόλις δεύτερο φύλλο του ΡΩΜΙΟΥ και έχει πράγματι τη σημασία του κι αυτό. Απολαύστε το λόγο του Σουρή, βατός, παραστατικότατος, ταξιδιάρης και με μπηχτές χωρίς φόβο ή άλλους περιορισμούς.
Καλή ανάγνωση λοιπόν και στοχασμό αντάξιο. Και καλές μας παρέες χειμωνιάτικες και γιορτινές φίλοι και φίλες.
ΚΡΑΣΙ
Από παντού αναφοραίς ‘στο βασιληά μας στέλλουν
κι’ όλοι το φόρο του κρασιού παρακαλούν να βγάλη
αυτό το φόρο οι Ρωμηοί καθόλου δεν τον θέλουν,
κι’ όλοι γι’ αυτό σηκώνουνε απάνω το κεφάλι.
Αναβρασμός ‘στους Πατρινούς, ‘στους Συριανούς μουρμούρα
και μέσα κι’ έξω κίνησις και γρίνια και φαγούρα.
Αλλά κι΄εγώ ο ύστερος των Αθηνών δημότης
παρακαλώ με δέησι θερμή τον βασιληά
σ’ αυτό το φόρο να φανή τουλάχιστον ιππότης,
και να τον σβύση μόνος του με μία κονδυλιά.
Εγώ αν ήμουν βασιληάς , για χάρη του Τρικούπη,
δεν θάφινα τους Έλληνες να μου γινούν κουνούπι.
Ώ! ναι, χρυσέ μου βασιληά , για κάνε μας τη χάρι,
που να χαρής το θρόνο σου και όλη τη φαμήλια,
που να σε δούμε έξαφνα ‘στην Πόλι Καββαλάρη,
και της Ελλάδος οι εχθροί να σκάσουν από ζήλεια,
βγάλε το φόρο του κρασιού, ν’ αρχίσουμε τα γέλοια,
κι’ αμέσως να σου στείλουμε πενήντα δυό βαρέλια.
Για φόρους άλλους , βασιληά, και τόσο δεν μας μέλει
με σίδερα τη ράχη μας ας δέρνουν και μολύβια,
αλλ’ όχι φόρος ακριβός κι’ απάνω στο βαρέλι,
όχι, για όνομα Θεού, και στο κρασί ακρίβεια.
Μακρυά ο φόρος ο βαρύς από το ρετσινάτο,
αλλοιώς με λόγια θα γενή ο κόσμος άνω κάτω.
Ώ! ναι, άς μείνη όπως πριν η έρημη ρετσίνα,
γιά νάρχονται και οι Ρωμηοί λιγάκι εις το κέφι,
να λησμονούν και μια στιγμή τη φτώχεια και την πείνα,
και σαν σφοντύλι γύρω τους ο ουρανός να στρέφη,
ν’ ανάβουν τα κοντύλια των, συζήτησι ν’ ανοίγουν,
και τα ποτήρια με φωναίς και ζήτω να τα σμίγουν.
Τώρα μονάχα το κρασί μας κατενθουσιάζει,
‘μέρα και χύχτα τόχουμε για μόνη συντροφιά,
και τη στιγμή που ο Ρωμηός το γλυκοκατεβάζει,
αμέσως συλλογίζεται και την Άγιά Σοφιά.
Τότε το μαύρο χάλι του και τους καϋμούς ξεχάνει,
με τα ποτήρια πολεμά και θάλασσα τα κάνει.
Κι’ εγώ το έρημο το κρασί καμμιά φορά το πίνω,
τότε κι’ εγώ φαντάζομαι μεγάλη την πατρίδα,
και βλέπω τον διάδοχο του θρόνου Κωνσταντίνο
να πετσοκόβη την Τουρκιά με κοφτερή λεπίδα.
Άλλο καλό απ’ το κρασί για τους Ρωμηούς δεν μένει,
και βλέπουμε τη δόξα μας μονάχα μεθυσμένοι.
Έ! το λοιπόν για κέρνα μας και μία, ταβερνιάρη,
ξεβούλωσε ογρήγορα του βαρελιού την τρύπα,
καθένας το κεφάλι του ας χώση ΄στο πιθάρι,
άς πιούμε τον περίδρομο και ας γενούμε σκνίπα.
Και μεθυσμένοι όλοι μας ‘στον βασιληά να πάμε
κι’ ίσως φτηνά τουλάχιστον αφήση να μεθάμε.