Γενικά
Η εικόνα της ιστορικής Ευρώπης και ιδιαίτερα της Ιταλίας, άρχισε να διαμορφώνεται ουσιαστικά ανάμεσα στα τέλη της εποχής του χαλκού και στις αρχές της εποχής του σιδήρου (11ος αι.π.Χ.).
Είναι εκπληκτικό ότι ο ελληνικός πολιτισμός, από τον οποίο γεννήθηκε το μεγαλύτερο αποικιστικό κίνημα της κλασσικής αρχαιότητας, άνθησε στους τομείς των γραμμάτων και των τεχνών. Ενδεικτικά αναφέρουμε τους γεωμετρικούς αμφορείς του Διπύλου, που είναι αληθινά αριστουργήματα ως προς την τελειότητα των αναλογιών τους, τη δεξιοτεχνία και την αμεσότητα των παραστάσεων, την αρμονία σχημάτων και χρωμάτων, ακριβώς όπως τα ομηρικά έπη, που καταγράφηκαν πρώτη φορά στη διάρκεια της ίδιας περιόδου (τον 8ο αιώνα π.Χ.) και αποτελούν μέχρι σήμερα τα μεγαλύτερα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Κατά το τέλος του 12ου αιώνα π.Χ., με το τέλος της εποχής του χαλκού, ο μυκηναϊκός πολιτισμός καταστράφηκε εγκαινιάζοντας μια περίοδο σκοταδισμού και παρακμής. Οι κληρονόμοι όμως της μυκηναϊκής διασποράς διατήρησαν τον έλεγχο των εδαφών και των πόρων τους για πολλά χρόνια μετά την κατάρρευση του πολιτισμού τους στην ελληνική χερσόνησο. Πρόσφατες έρευνες έχουν αποδείξει ότι την ίδια εποχή ορισμένα ανακτορικά κέντρα, όπως εκείνο στο Λευκαντί της Εύβοιας, ευημερούσαν στον ελληνικό χώρο, ενώ περιοχές όπως η Αττική, η Εύβοια και τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου διατήρησαν μια συνέχεια με τον αρχαίο μυκηναϊκό κόσμο μέχρι τις αρχές της εποχής του σιδήρου.
Με το πέρασμα του χρόνου άρχισαν να προβάλλουν καινούργιες εθνικές και πολιτικές δυνάμεις, που θα έπαιζαν πρωταγωνιστικό ρόλο κατά την εποχή του σιδήρου. Στη Μέση Ανατολή οι Ασσύριοι στη Μεσοποταμία, προετοιμάζονται να εισβάλουν και να καθυποτάξουν την Αίγυπτο, στο νότο εδραιωνόταν το εβραϊκό βασίλειο του Σαούλ και του Δαβίδ ύστερα από ένα μακροχρόνιο πόλεμο με τις φιλισταϊκές πόλεις των παραλίων, ενώ στο βορρά, ανάμεσα στο Λίβανο και τη θάλασσα άκμαζαν οι χαανανιτικές πόλεις-κράτη Βύβλος, Άραδος, Τύρος και Σιδώνα. Σύντομα οι κάτοικοί τους θα γίνουν πασίγνωστοι στη Μεσόγειο με το όνομα Φοίνικες ως ναυτική δύναμη, αναπτύσσοντας το ανταλλακτικό εμπόριο από θαλάσσιες οδούς.
Όταν άρχισε η μετανάστευση των Ελλήνων στη Δύση , η πολιτική κατάσταση στη Μεσόγειο ήταν αρκετά σταθερή. Μεγάλη δύναμη ήταν η Ασσυριακή Αυτοκρατορία που περιελάμβανε την Ασσυρία, τη Μεσοποταμία, την Αρμενία και το κράτος του Ισραήλ. Επίσης η Αίγυπτοςείχε ανεξαρτησία υπό την 22α και 23η Δυναστεία, ενώ μέχρι τον 6ο αι. π.Χ. επικρατούσε στην Ανατολία το βασίλειο της Λυδίας. Οι Φοίνικες είχαν εδραιώσει εμπορικές σχέσεις με την Ταρτησσό στην ιβηρική χερσόνησο και είχαν ιδρύσει εμπορικούς σταθμούς κατά μήκος της Βόρειας Αφρικής, μέχρι το Γιβραλτάρ, που ήταν το λιμάνι των Γαδείρων και γνώριζε μεγάλη ευημερία.
Σύμφωνα με την παράδοση την ίδια περίοδο ιδρύθηκε και η Ρώμη (21 Απριλίου 743 π.Χ. ).
Τα χρόνια αυτά γεννήθηκε ο αστερισμός των ελληνικών αποικιών της Δύσης. Η Πιθηκούσα και η Κύμη, η Νάξος, η Σύβαρη, ο Κρότωνας, το Μεγαπόντιο, το Ρήγιο που με τη σειρά τους δημιούργησαν πολλές άλλες θυγατρικές πόλεις, κληρονομώντας μας ένα πολύτιμο και ανεπανάληπτο πολιτισμό, τόσο δυνατό και τόσο μεγάλο που άντεξε στην πλημμυρίδα των χιλιετιών. Συνέβαλαν στη δημιουργία μιας τεχνικής και πνευματικής κληρονομιάς, στην οποία στηρίζεται μέχρι σήμερα ο δικός μας πολιτισμός.
Οι πρώτες αποικίες
Η μεταφορά μιας ομάδας ανθρώπων θεωρητικά αυτάρκων χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά δια θαλάσσης, ήταν στις αρχές του 8ου αι. π.Χ., ένα εγχείρημα ολότελα ασυνήθιστο, πραγματικά μοναδικό. Κανένας μεσογειακός λαός δεν το είχε ποτέ ριψοκινδυνεύσει και με πρόσφατες ανασκαφές μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι οι αποικιστικές επιχειρήσεις της Πιθηκούσας και της Κύμης είναι οι αρχαιότερες που διεξήχθησαν ποτέ.
Οι πρώτοι δραστήριοι Έλληνες άποικοι της Δύσης είναι οι Ευβοείς, προερχόμενοι από τις πόλεις Χαλκίδα , Ερέτρια και Κύμη. Αυτό προκύπτει τόσο από γραπτές πηγές όσο και από αρχαιολογικά ευρήματα από τα οποία προκύπτει ότι οι Ευβοείς αποικιστές ακολουθούν θαλάσσιες οδούς τις οποίες διέπλεαν ήδη τα εμπορικά τους πλοία δημιουργώντας τις πρώτες εμπορικές εγκαταστάσεις στους θαλάσσιους δρόμους που οδηγούν στο Γιβραλτάρ. Είτε κατά μήκος της νότιας θαλάσσιας οδού από την Εύβοια στην Κρήτη και στη συνέχεια προς δυσμάς στις αφρικανικές ακτές, είτε κατά μήκος της βόρειας θαλάσσιας οδού, από την Εύβοια στην Κέρκυρα διαπλέοντας τον πορθμό του Οτράντο και της Μεσσήνης, παραπλέει τις ακτές της Ιταλίας, της Γαλλίας και της Ισπανίας για να καταλήξει στο Γιβραλτάρ και στις μυθικές Ηράκλειες Στήλες.
Στην Αφρική η εμπορική δραστηριότητα των Ευβοέων θα δημιουργήσει ορισμένες αποικίες στην ακτή της Τυνησίας, η ανάπτυξη των οποίων όμως θα ανασχεθεί από την ανερχόμενη δύναμη της Καρχηδόνας. Επομένως μόνο στη βόρεια θαλάσσια οδό θα αναπτυχθεί ένας ουσιαστικός ευβοϊκός αποικισμός που θα αντέξει στο πέρασμα των αιώνων. Εδώ στις ακτές της Ιταλίας και της Σικελίας, ιδρύθηκαν οι αποικίες της Πιθηκούσας (Ίσκια), της Κύμης, του Ρήγιου, της Ζάγκλης (Μεσσήνης) και της Νάξου που με τη σειρά τους έγιναν μητροπόλεις άλλων αποικιών. Και εδώ στις νέες τους πατρίδες οι Ευβοείς προσάρμοσαν περιβαλλοντικά τις τόσο πολύτιμες για τη συλλογική μνήμη κάθε ναυτικού λαού, περιπέτειες της Οδύσσειας τοποθετώντας στον κόλπο της Νεάπολης, όπου ιδρύουν την Πιθηκούσα και την Κύμη, το βασίλειο των νεκρών και τους βράχους των Σειρήνων, στον πορθμό της Μεσσήνης, όπου ιδρύουν το Ρήγιο και τη Ζάγκλη, τις δίνες της Σκύλλας και της Χάρυβδης, στην ανατολική Σικελία , όπου ιδρύουν τη Νάξο, τους λειμώνες των βοδιών του Ήλιου και τη χώρα των Κυκλώπων, κ.ά.
Στο Γιβραλτάρ, στις ακτές του Ατλαντικού, κοντά στα Γάδειρα, το σημερινό Κάδιξ, ανθούσε το περίφημο εμπορείο της Ταρτησσού, γνωστό στη Βίβλο. Ένα εμπορείο από όπου οι Έλληνες μπορούσαν να προμηθεύονται μεγάλες ποσότητες αργύρου, που υπεραφθονούσε, καθώς και κεχριμπαριού, κασσίτερου και άλλων ακατέργαστων προϊόντων μεταλλουργίας που έφταναν εκεί διά θαλάσσης, από τη Βόρεια Ευρώπη, τα νησιά της Βρετανίας και τις χώρες της Βαλτικής.
Στη συνέχεια θα αναφέρουμε την πρώτη αποίκιση στη Δύση, την Πιθηκούσα.
Πιθηκούσα: Η ίδρυση της πρώτης αποικιστικής εγκατάστασης στη Δύση, η Πιθηκούσα στο νησί Ίσκια, ήταν ασφαλώς αποτέλεσμα των γνώσεων που αποκόμισαν με τα ταξίδια τους στη νότια Τυρρηνική Θάλασσα οι Ευβοείς κάτοικοι της Χαλκίδας και της Ερέτριας. Στο νησί από τα μέσα του 8ου αι. π.Χ. , φτανουν οι πρώτοι Ευβοείς αποικιστές για να εγκατασταθούν μόνιμα, όπως μαρτυρούν τα πολλά και διάσπαρτα αρχαιολογικά ευρύματα, αλλά και λεπτομερείς μαρτυρίες από τα Γεωγραφικά του Στράβωνα που αξίζει να αναφέρουμε απόσπασμα:
"Μπροστά στο Μισηνό ακρωτήριο, βρίσκεται ένα νησί, η Προχύτη, που αποκολλήθηκε από τις Πιθηκούσες. Ερετριείς και Χαλκιδείς κατοίκησαν τις Πιθηκούσες. Άκμασαν επειδή υπήρχε εδώ το καθετί, καθώς και χρυσωρυχεία, αλλά παράτησαν το νησί ύστερα από εμφύλια διαμάχη. Αργότερα επίσης διώχθηκαν από σεισμούς, από δίνες φωτιάς, από φουσκώματα της θάλασσας και ζεστά νερά."
Ο αποικισμός τοποθετείται την εποχή πριν από τον πόλεμο στο Ληλάντιο Πεδίο, που στην ευβοϊκή επικράτεια, γύρω στα μέσα του 8ου αι.π.Χ. ,έφερε αντιπάλους τις πόλεις της Χαλκίδας και της Ερέτριας σε μια πολύχρονη και εξουθενωτική σύγκρουση που έληξε με την καταστροφή της τελευταίας. Η ύπαρξη μύθων που σχετίζονται με τον Τυφώνα που πλάκωσε την Πιθηκούσα, αναφέρεται στη Γιγαντομαχία,και ήταν πολύ διαδεδομένος στους Ευβοείς, αλλά και του Οδυσσέα με τους βράχους των Σειρήνων στο νησί, επιβεβαιώνουν τη στενή σχέση του ευβοϊκού αποικισμού και της περιβαλλοντικής προσαρμογής της γεωγραφίας της Οδύσσειας. Γιατί είναι σίγουρο ότι οι Ευβοείς γνώριζαν τα ομηρικά έπη και τους ήρωες της Ιλιάδας και της Οδύσσειας και φαντάζονταν πως διαπλέουν τους ίδιους θαλάσσιους δρόμους και μέρη, που ακολούθησαν και εκείνοι όταν έφυγαν από την Τροία.
Το νησί ήταν πλούσιο σε ένα φθηνό υλικό αλλά την εποχή εκείνη πολύτιμο, τον άργιλο. Οι κάτοικοι μπόρεσαν έτσι να δημιουργήσουν μια μεγάλη βιομηχανία αγγειοπλαστικής, προϊόντα της οποίας βρέθηκαν σε όλα τα σημαντικά κέντρα της Τυρρηνίας.
Οι αρχαιολογικές έρευνες έχουν αποδείξει ότι οι Έλληνες άποικοι ζούσαν αρμονικά με τους αυτόχθονες του νησιού, τους Αύσονες, ένας πολεμικός λαός της ομάδας των οσκικών φυλών της Ιταλίας, που λεγόταν και Αυσονία. Η συγκατοίκηση πρέπει να υλοποιήθηκε σε μια βάση επωφελούς συμβίωσης, με τους αυτόχθονες να καλλιεργούν τη γη, που ήταν πολύ εύφορη, και τους Έλληνες να παρέχουν χειροτεχνήματα και για την εποχή εκείνη αρκετά εξελιγμένη τεχνολογία.
Η Πιθηκούσα ανέπτυξε ακμαία οικονομία, προσθέτοντας σύντομα στην παραγωγή αγγείων και αργίλου, την επεξεργασία του σιδήρου της Έλβας που εισήγαγαν οι Ετρούσκοι και μετατρεπόταν σε κάθε λογής προϊόντα (και όπλα).
Στην Πιθηκούσα επεξεργάζονταν ενδεχομένως τον χρυσό που εισαγόταν από την Ανατολή, το χαλκό από την Κύπρο και το ασήμι από την Ισπανία.